Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Το φρικτό μαχαίρι [απόσπασμα]

Τη γενικώς φιλογεροντική ατμόσφαιρα και τη συμπάθεια για τους ηλικιωμένους που αποπνέουν όλα αυτά τα ποιήματα [«Ένας γέρος», «Πολύ σπανίως», «Απ’ τες εννιά-»] έρχεται να ταράξει το ποίημα «Η ψυχές των γερόντων».

ceb3ceadcf81cebfcf82-ceb5Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα

κάθονται των γερόντων η ψυχές.

Τι θλιβερές που είναι η πτωχές

και πώς βαρυούνται την ζωή την άθλια που τραβούνε.

Πώς τρέμουν μην την χάσουνε και πώς την αγαπούνε

η σαστισμένες κι αντιφατικές

ψυχές, που κάθονται —κωμικοτραγικές—

μες στα παληά των τα πετσιά τ’ αφανισμένα.

Μπορεί τα σώματα των ηλικιωμένων να χαρακτηρίζονται «παληά» και «φθαρμένα», μπορεί οι ψυχές των γερόντων να προσδιορίζονται με αλλεπάλληλα αρνητικά επίθετα ως «θλιβερές», «πτωχές», «σαστισμένες», «αντιφατικές», «κωμικοτραγικές», αλλά ο καταληκτικός στίχος («μες στα παληά των τα πετσιά τ’ αφανισμένα»), με την παρήχηση του άλφα, ακούγεται ιδιαιτέρως σκληρός και παράταιρος, σε σύγκριση προς τα προηγούμενα ποιήματα. Η λέξη «πετσί» ασφαλώς κυριολεκτείται εδώ, αποδίδει δηλαδή σωστά το εννοιολογικό της περιεχόμενο (το ανθρώπινο δέρμα), διευκολύνει τη μετρική αρτίωση του στίχου και, παράλληλα, προέρχεται από μια παρατηρητική ματιά που αποφεύγει να ωραιοποιήσει. Το σύγχρονο, όμως, γλωσσικό μας αισθητήριο δεν θα επέτρεπε –θα αντιδρούσε- να χρησιμοποιήσουμε τον πληθυντικό (πετσιά) και να εννοούμε το ανθρώπινο δέρμα. Όλες, εξάλλου, οι σχετικές χρήσεις της λέξης στον καθημερινό, γραπτό ή προφορικό, λόγο απαντούν μόνον σε ενικό: «έγινε πετσί και κόκαλο», «σηκώθηκε το πετσί μου», «μπήκε στο πετσί μας», «μπήκε στο πετσί του ρόλου του κ.ο.κ.

Οι καβαφικοί γέροντες δεν υπακούουν γενικώς στο αρχέτυπο του σεβάσμιου και σοφού ηλικιωμένου. Βιώνουν τραγικά τη φθορά του σώματος και εξακολουθούν να αναπολούν με έντονο τρόπο την περασμένη ερωτική τους ζωή, την εποχή που συγκαταλέγονταν στους «ανδρείους της ηδονής». Οι ανεπούλωτες πληγές απ΄ το «φρικτό μαχαίρι» γίνονται οδυνηρότερες, επειδή δρα και κινείται συνεχώς ο βασικός μοχλός στην ποίηση του Καβάφη: η μνήμη.

 

Απόσπασμα από το δοκίμιο «Το φριχτό μαχαίρι» στο Κ.Π.Καβάφης: Η ποίηση και η ποιητική του, εκδ. Κίχλη.

Σόνια Ιλίνσκαγια, Η ανακάλυψη της Ιθάκης [απόσπασμα]

Χειρόγραφο του ποιητή

Χειρόγραφο του ποιητή

Ο ίδιος ο Καβάφης επανειλημμένα έχει πει ότι ποτέ δεν επαναλαβαίνεται. Πραγματικά, οι επιστροφές του έχουν πάντοτε κάτι το νέο: το επόμενο ποίημα συμπληρώνει το άλλο, φωτίζεται το περιστατικό από καινούργια σκοπιά, χτυπά μια νέα χορδή – ακόμη κι όταν το θέμα δίνεται σε κλειδί συγγενικό. Όλα μαζί τα ποιήματα αυτά συγκροτούν ενιαίο κύκλο με εσωτερικές συνδέσεις. Από τους μελετητές του Καβάφη πρώτος μίλησε για την κυκλική δομή της ποίησής του ο Γ. Βρισιμιτζάκης, τονίζοντας το πολύ έντονο διανοητικό της στοιχείο.

Για κείνον που είπε το μεγάλο «Όχι» και παραιτήθηκε από την κοινωνική πράξη, οι σκέψεις για το αναπόφευκτο του θανάτου, για τη σύντομη κι εύθραυστη ζωή, για τις περιορισμένες δυνατότητες του ανθρώπου, τη ματαιότητα του θάρρους και των καλών ελπίδων («Τρώες»), θα ήταν πικρή παρηγοριά μάλλον και μια κάποια δικαίωση, αλλά, όπως θυμόμαστε από το ποίημα «Che fece… il gran rifiuto», διαλέγοντας τη στάση τούτη ο Καβάφης ήξερε πως καταδικάζει τον εαυτό του σ’ αιώνιες αμφιβολίες. Διόλου δεν απέρριπτε, ίσα ίσα εκτιμούσε την άλλη στάση – το μεγάλο «Ναι». (Άλλωστε ξέρουμε κι από την «Ποιητική» του, με τι συμπάθεια έβλεπε την κοινωνική πράξη που εργάζεται για το καλό της ανθρωπότητας). Τη διαλεκτική τούτη σχέση μπορούμε να παρακολουθήσουμε απάνω σε μια σύγκριση του «Τελειωμένα» με το «Μάρτιαι ειδοί» (γραμμένο το 1906 και δημοσιευμένο το 1911, τότε που δημοσιεύτηκε και το «Τελειωμένα»).

Αν στο «Τελειωμένα» ο ποιητής θλίβεται γιατί δεν είμαστε σε θέση να διακρίνουμε τα μηνύματα μιας απειλής που έρχεται, στο «Μάρτιαι ειδοί», απευθυνόμενος σ’ έναν που έκανε την εκλογή του παίρνοντας το δρόμο της δράσης, ενώ τον προφυλάσσει από  «τες φιλοδοξίες», ωστόσο δεν προσπαθεί να τον μεταπείσει. Μόνο τον συμβουλεύει να είναι προσεκτικός, να μην αγνοήσει τις προειδοποιήσεις της μοίρας.

Απόσπασμα από το βιβλίο Κ.Π.ΚΑΒΑΦΗΣ, Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα, εκδ. Κέδρος, 1983

Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Κ.Π.Καβάφης: Ένας Ευρωπαίος ποιητής [απόσπασμα]

Ο δραματικός, λοιπόν, χαρακτήρας είναι ένα δεύτερο στοιχείο της καβαφικής ποίησης. Το στοιχείο αυτό κάνει τον Καβάφη να γειτνιάζει πολύ με τη θεατρική πράξη. Όσο κι αν θα πρέπει να θεωρήσουμε δεσμευτική τη δήλωση που έκανε κάποτε ο Καβάφης ότι ποτέ του δεν θα μπορούσε να γράψει μυθιστόρημα ή θέατρο, η ποίησή του συχνά σταματάει σε θέατρα, ηθοποιούς και θεατρίνους, που προσωπικά μου δίνουν την εντύπωση των θιάσων που εμφανίζονται στις ταινίες του Ingmar Bergman. Υπογραμμίζω ότι μία από τις εννέα βιβλιοκρισίες που δημοσίευσε ο Καβάφης αφορά το βιβλίο Εκκλησία και θέατρο του Γρηγορίου Παπαμιχαήλ (1918), ο οποίος αργότερα έγινε καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ένας άλλος πανεπιστημιακός καθηγητής, ο Γ. Π. Σαββίδης, ο οποίος είναι ο εγκυρότερος σήμερα μελετητής και εκδότης του Καβάφη, αναδημοσιεύοντας το 1963 τη βιβλιοκρισία αυτή, σημειώνει: «Σε μια κοινωνία οργανικότερα δεμένη με το θέατρο, ο Καβάφης πιθανότατα θα είχε στραφεί προς αυτό το λογοτεχνικό είδος».

Πηγή: Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «Κ.Π.Καβάφης: Ένας Ευρωπαίος ποιητής» (δοκίμιο στον τόμο Κ.Π.Καβάφης: Η ποίηση και η ποιητική του), εκδ. Κίχλη, 2013.

Νάσος Βαγενάς, Ενας ιδιάζων ποιητής

Χειρόγραφο του Κ.Π.Καβάφη

Χειρόγραφο του Κ.Π.Καβάφη

Η διαμόρφωση, η διακίνηση, η απήχηση και η κριτική της ποίησης του Καβάφη χαρακτηρίζονται από ορισμένα γνωρίσματα που μπορούμε να τα θεωρήσουμε μοναδικά• τόσο μοναδικά όσο και η ίδια η καβαφική ποίηση.

Η βραδεία ωρίμανση
Η διαμόρφωση: Δεν γνωρίζω αν υπάρχει άλλος ποιητής, μείζων ή ελάσσων, που να παρουσιάζει ωρίμανση τόσο βραδεία και επίμοχθη όσο η δική του και τόσο μεγάλη ποιοτική διαφορά ανάμεσα στα πρώτα ποιήματα που δημοσίευσε και στα ποιήματα της ωριμότητάς του. Από τις «ανακρεόντειες» στροφές του αποκηρυγμένου «Βακχικού» (1886):

Ω! υγιής του οίνου μου ζέσις. Απομακρύνεις

πάσαν ψυχράν επιρροήν. Φθόνου ή καταισχύνης,

ή μίσους, ή διαβολών, δεν με εγγίζει κρύο•

δότε να πίω…

ως τον δραματικό μονόλογο του «Φιλέλλην» (1912):

Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.

Εκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.

Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό•

εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν…

η απόσταση είναι εκείνη που χωρίζει τον στιχουργό από τον μεγάλο ποιητή. Το ενδιαφέρον στη διαδικασία της ωρίμανσής του δεν είναι τόσο η βραδύτητα με την οποία ο Καβάφης οικοδομεί τα στοιχεία που θα συνθέσουν εκείνο που ονομάζουμε καβαφική φωνή, όσο η δυσκολία με την οποία απαγκιστρώνεται από στοιχεία ξένα προς τον ήχο της: την ίδια στιγμή (1917) που δημοσιεύει ποιήματα όπως το «Για τον Αμμόνη…»:

Ραφαήλ, ολίγους στίχους σε ζητούν

για επιτύμβιον του ποιητή Αμμόνη να συνθέσεις…

γράφει (και κρατάει) στίχους όπως:

Από σκυλιά, πιστεύω τρία θα μ’ έφθαναν.

Θα ‘θελα και δυο άλογα (καλά είναι τ’ αλογάκια).

(«Σπίτι με κήπον»)

 

Ένα νέο μόρφωμα

Όμως το πλέον ιδιότυπο στην ποιητική διαμόρφωση του Καβάφη είναι το τελικό της αποτέλεσμα: το πλάσιμο, μέσα από την πορεία στις διάφορες τεχνοτροπίες του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα (ρομαντισμός, παρνασσισμός, συμβολισμός, αισθητισμός) και με την ταυτόχρονη συνομιλία με ορισμένες μορφές της αρχαίας ελληνικής ποίησης (κυρίως με το επίγραμμα), ενός ιδιάζοντος ποιητικού λόγου• μιας ποίησης που η διαφορά της από κάθε άλλη ποίηση της νεότερης εποχής βρίσκεται στο ότι δεν αποτελεί εξέλιξη μιας προηγούμενης ποιητικής μορφής ούτε ρήξη με την παράδοση, αλλά ένα νέο μόρφωμα που περιέχει την παράδοση, όμως υπερβαίνοντάς την τόσο, ώστε να δίνει την αίσθηση ότι αποκόπτεται από αυτήν.
Ο Καβάφης το επιτυγχάνει αυτό επεξεργαζόμενος το παρνασσικό μοντέλο (κατά βάσιν: την παρνασσική χρήση της ιστορίας) με τη βοήθεια μιας «πεζής» – αδιανόητης για την ποίηση της εποχής – γλώσσας και με τη συνδρομή στοιχείων και από τις άλλες τεχνοτροπίες με τις οποίες συνδιαλέγεται (ανάμεσα στις οποίες και εκείνη του Browning με τον δραματικό, όπως έδειξε ο Edmund Keeley, μονόλογό της). Για την ακρίβεια το κατορθώνει αντιστρέφοντας, με τη βοήθεια του Browning, την παρνασσική χρήση της ιστορίας: τα ιστορικά του ποιήματα διαφέρουν από τα παρνασσικά ιστορικά κατά το ότι δεν αναζητούν το θέμα τους στο παρελθόν αλλά χρησιμοποιούν την ιστορία για να μιλήσουν και για το παρόν• δηλαδή εφαρμόζουν μιαν «ιστορική μέθοδο» ανάλογη με τη «μυθική μέθοδο» που θα χρησιμοποιήσουν σε λίγο οι μοντερνιστές. Όμως ο Καβάφης ανοίγει τον δρόμο του δικού του μοντερνισμού κατά το ότι χρησιμοποιεί την «ιστορική μέθοδό» του όχι με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν οι μοντερνιστές τη «μυθική μέθοδο»: ενώ σε αυτούς η συνταύτιση του παρόντος με το παρελθόν γίνεται αποσπασματικά ή υπαινικτικά, στον Καβάφη το ιστορικό προσωπείο καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του ποιήματος. Έτσι, στον βαθμό που η αποκοπή από τις περιβάλλουσες τεχνοτροπίες καθιστά δυσπροσδιόριστη και δυσταξινόμητη την τεχνοτροπία του καβαφικού μορφώματος, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την ποίηση του Καβάφη καινοφανή ποίηση.

Η ταχεία αναγνώριση
Ιδιότυπη ήταν και η διακίνηση της ποίησής του. Η δημόσια παρουσίαση ποιημάτων του γινόταν μόνο μέσα από περιοδικά. Τα «φυλλάδια» μεμονωμένων ποιημάτων, τα «τεύχη» με επιλογές ποιημάτων και τις «συλλογές» στις οποίες συσσωμάτωνε τα «φυλλάδια» ο Καβάφης τα τύπωνε εκτός εμπορίου «διά κυκλοφορίαν μεταξύ φίλων». Πρόκειται, παρατηρεί ο Γ. Π. Σαββίδης μελετώντας και τους πίνακες αποδεκτών των ποιημάτων, για «έναν κύκλο διανομής κατεξοχήν «οικογενειακό», όπου τα περισσότερα από τα ονόματα ανήκουν σε συγγενείς, φίλους και γνώριμους του ποιητή, κυρίως Αλεξανδρινούς, ενώ ελάχιστα είναι τα ονόματα γνωστών ελλαδικών λογίων».
Και όμως ο Καβάφης με αυτόν τον «διά χειρός» τρόπο διακίνησης των ολίγιστων και σύντομων (σε σύγκριση με την πληθωρική παραγωγή άλλων μεγάλων ποιητών της εποχής: του Παλαμά, του Σικελιανού) και «πεζολογικών» (εν μέσω μιας λυρικοπαθούς έκφρασης) ποιημάτων του κατόρθωσε γρήγορα, με τους ώριμους στίχους του, να εγκαθιδρύσει επιβλητικά την ποιητική του παρουσία• πολύ γρήγορα, θα λέγαμε, και πολύ επιβλητικά, αν σκεφτούμε ότι ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν ο πλέον ενημερωμένος αναγνώστης του δεν θα μπορούσε να γνωρίζει παρά μόνο λίγο περισσότερα από εκατό ποιήματά του (από τα 154 του καβαφικού κανόνος), ο Καβάφης θεωρείται από όχι λίγους, και σημαντικούς, λογίους (από περισσότερους απ’ όσους σημαντικούς τον αμφισβητούν) κορυφαίος ποιητής. («Μία από τις λίγες ποιητικές μας δόξες»: Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, 1923• «πολύ μεγάλος ποιητής»: Ν. Λαπαθιώτης, 1924• «μία από τις πιο ξεχωριστές φυσιογνωμίες του ελληνισμού»: Ι. Γρυπάρης, 1924• «ανάμεσα στα μεγάλα ποιητικά αναστήματα της νεοελληνικής ποίησης»: Π. Χάρης, 1926• κ.ο.κ.). Απ’ όσο γνωρίζω – και μιλώ για την έως σήμερα υποδοχή, ελληνική και διεθνή, του Καβάφη – κανένας ποιητής του αιώνα του (αλλά και των προηγούμενων αιώνων) δεν είχε, αναλογικά, ταχύτερη, ισχυρότερη και διαρκέστερη απήχηση με τόσο μικρό ποσοτικά έργο.

Ενα κριτικό αίνιγμα
Αλλά και κανένας ποιητής του αιώνα του δεν κινητοποίησε, δεν ταλάνισε και δεν γονιμοποίησε τόσο τη λογοτεχνική κριτική. Η ιδιοτυπία της καβαφικής ποίησης έθετε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, το οποίο παρουσιαζόταν στα μάτια της κριτικής με τη μορφή ενός αινίγματος: πώς ήταν δυνατόν η πεζολογία της καβαφικής γλώσσας να παράγει ποιητικό αποτέλεσμα παρόμοιο μ’ εκείνο της λυρικής γλώσσας; Την παραστατικότερη περιγραφή του αινίγματος τη διατύπωνε ο Τέλλος Άγρας, που έγραφε το 1933:
«Επιτρέψτε μου να μεταχειριστώ μια γραφική αλληγορία. Πάνω στο γραφείο μου έχω μια γυάλινη σφαίρα, για να πατά τα φύλλα των χαρτιών, από εκείνες που έχουν σ’ ένα τους τμήμα την επιφάνεια επίπεδη. Όσο δεν βρίσκει κανείς την επίπεδη επιφάνεια, η σφαίρα κυλά. Το «αυγό του Κολόμβου» κι αυτή η επίπεδη επιφάνεια είναι το ίδιο.

Λοιπόν αυτό είναι: η παρόμοια πλευρά του έργου του Καβάφη δεν έχει βρεθεί. Γιατί η βάσις μας λείπει. Υπάρχει όμως. Κάποιος θα την εύρει. Τώρα τη διαισθανόμεθα. Είναι κάποια πλευρά του έργου, κάποιο μυστικό του, κάποιο φανερό του ίσως μα που κανείς ακόμη δεν τ’ ονομάτισε. Το όνομά του θα είναι μια λέξη, μια απλή λέξη• μα λέξη αποκαλυπτική».
Αυτή την πλευρά του καβαφικού έργου η κριτική ήδη από τη δεκαετία του 1920 (και ο ίδιος ο Άγρας) την είχε σε μεγάλο βαθμό προσδιορίσει, όμως ανεπίγνωστα και περιφραστικά, χωρίς να έχει βρει την κατάλληλη λέξη που θα την ονομάτιζε και θα την αποκάλυπτε. Ήταν μια περιγραφή της ποίησης του Καβάφη που κατέληγε με τον χαρακτηρισμό της ως δραματικής ποίησης, τον οποίο κατέστησε ενεργότερο ο Σεφέρης με τη μελέτη του «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Έλιοτ• παράλληλοι» (1947) – κείμενο που περιείχε αναδιατεταγμένες συστηματικότερα και εμπλουτισμένες με εναργέστερα στοιχεία τις έως τότε θέσεις της κριτικής για τον Καβάφη. Με την προσεκτικότερη εξέταση του ποιητικού μηχανισμού της καβαφικής γλώσσας («Τα ποιήματα του Καβάφη τραβούν τη συγκίνηση διά του κενού• αυτό το κενό που δημιουργεί ο Καβάφης είναι το στοιχείο που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στη φράση του και στην τρεχάμενη πεζολογία») ο Σεφέρης προσδιόρισε ακριβέστερα το είδος της δραματικότητας της ποίησης του Καβάφη και οδήγησε το καβαφικό πρόβλημα προς τη λύση του, αφού στους μετά από αυτόν κριτικούς δεν απέμενε παρά μόνο η ανεύρεση της λέξης που ζητούσε ο Αγρας, του όρου που θα χαρακτήριζε επακριβώς την ποίηση του Καβάφη.

Η υπέρβαση της παλαιότητας
Η λέξη αυτή είναι το επίθετο ειρωνική, που ορίζει την πυκνότερη απ’ ό,τι σε κάθε άλλη δραματική ποίηση (λ.χ. απ’ ό,τι στην ποίηση του Έλιοτ ή του Σεφέρη) και ως εκ τούτου ιδιάζουσα (ιδιάζουσα και ως εκ της «πεζής» γλώσσας που επιβάλλει αυτή η πύκνωση) λειτουργία της δραματικότητας, η οποία αποτελεί το στίγμα της ποίησης του Καβάφη. Αυτός ο πυκνότατος συνδυασμός της δραματικής/τραγικής ειρωνείας με τη λεκτική ειρωνεία, ο οποίος αποτελεί έναν τρόπο χρήσης της ειρωνείας μοναδικό, γιατί βρίσκεται μόνο στον Καβάφη, είναι κυρίως εκείνο που δίνει την αίσθηση ότι η καβαφική ποίηση αποκόπτεται από την παράδοση και υπερβαίνει κάθε αναγνωρίσιμη τεχνοτροπία.
Επειδή κάθε τεχνοτροπία είναι προϊόν μιας εποχής, τα καλλιτεχνικά έργα του παρελθόντος, ανεξαρτήτως της ζωντάνιας τους, ή μάλλον εις πείσμα της, φέρουν αναπόφευκτα επάνω τους τα σημεία του καιρού τους, που είναι σημεία μιας παλαιότητας. Η υπέρβαση μιας αναγνωρίσιμης τεχνοτροπίας από τον Καβάφη παράγει μιαν ακόμη ιδιοτυπία της ποίησής του: την αίσθηση ότι, αν και είναι ποίηση παλαιά, είναι απαλλαγμένη από το στοιχείο της παλαιότητας• ότι, αν και γραμμένη στις αρχές του περασμένου αιώνα, διαβάζεται σαν ποίηση που έχει γραφεί σήμερα. Πράγμα που οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στο γεγονός ότι το ειρωνικό στοιχείο, ως εγγενές συστατικό της ανθρώπινης κατάστασης, είναι διαχρονικά επίκαιρο. Αλλά και ενισχύεται από το γεγονός ότι η μεταμοντέρνα εποχή μας, ως εποχή ενός άκρατου σχετικισμού που καθιστά δύσκολη τη διάκριση ανάμεσα στη φαινομενική και την πραγματική πραγματικότητα, είναι εποχή κατεξοχήν ειρωνική.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

πηγή: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=150978

Καβάφης και συγκίνηση [σχόλιο]

Η τάση αυτή –της συναισθηματικής προσγείωσης- θα γίνει από τις κυρίαρχες στη γραφή του Καβάφη. «…όσο

Ιθάκη1προχωρούν τα χρόνια», σημειώνει ο Σεφέρης, «μοιάζει να παραμερίζει ολοένα την απλαισίωτη έκφραση της συγκίνησης. Ακόμη περισσότερο. Όχι μόνο μοιάζει να επιμένει στην ευκινησία των χαρακτήρων, την αδρότητα των πραγμάτων, και το καθαρό κοίταγμα των γεγονότων, που απαρτίζουν

  την «αντικειμενική συστοιχία» της συγκίνησής του, αλλά και να σβήνει, να ουδετεροποιεί κάθε άλλου είδους συγκινημένη έκφραση, είτε με την ευρωστία της γλώσσας, είτε με τη χρησιμοποίηση άλλων ποιητικών τρόπων, εικόνων, παρομοιώσεων ή μεταφορών. Και αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που ονόμασαν τον Καβάφη έναν άχαρο πεζολόγο».

Κ.Π.Καβάφης, Άπαντα τα ποιήματα (εισαγωγή-επιμέλεια: Σόνια Ιλίνσκαγια), εκδ. Νάρκισσος

Γ. Σεφέρης, [περί καβαφικής ποιητικής]

Image…Ο πιο ασφαλής τρόπoς για να γνωρίσουμε τις ιδέες και την ποιητική του Καβάφη είναι ν’ ακούσουμε, όσο μπορούμε καλύτερα, τι μας λένε τα ποιήματά του. Όλοι μας ονομάζουμε τον Καβάφη Αλεξανδρινό. Το επίθετο θα χρειαζότανε αρκετό ξεκαθάρισμα, νομίζω. Αλλά αν υπάρχει, και για μένα, το αλεξανδρινό στοιχείο στον Καβάφη, ασφαλώς είναι τούτο: ο απατηλός γέρος της αλεξανδρινής θάλασσας, που ολοένα ξέφευγε, αλλάζοντας μορφές –ο Πρωτέας όπως τον έγραψε ο Όμηρος:

Οὐδ’ ὁ γέρων δολίης ἐπελήθετο τέχνης!               (δ 455)

Γι’ αυτό πρέπει να φυλαγόμαστε, όχι μόνο από τη δική μας ροπή να παρασυρθούμε στα πράγματα που μας αρέσουν, αλλά και από το να παίρνουμε πάντα τοις μετρητοίς την επιφανειακή σημασία των λόγων ή των διαλεκτικών τεχνασμάτων του Καβάφη.

Η προσωπική μου ιδέα είναι ότι από μια ορισμένη στιγμή και πέρα –τη στιγμή αυτή την τοποθετώ στα 1910 περίπου- το καβαφικό έργο πρέπει να διαβάζεται και να κρίνεται όχι σα μια σειρά από χωριστά ποιήματα, αλλά σαν ένα και μόνο ποίημα εν προόδω -ένα «work in progress», όπως θα ‘λεγε ο James Joyce-  που τερματίζει ο θάνατος. Ο Καβάφης είναι, νομίζω, ο «δυσκολότερος» ποιητής της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας και τον καταλαβαίνουμε πολύ καλύτερα όταν τον διαβάσουμε με το συναίσθημα της παρουσίας του συνολικού του έργου. Αυτή η ενότητα είναι η χάρη του, και μ’ αυτό τον τρόπο θα τον αντικρίσω.

Γ. Σεφέρης, Ο Καβάφης του Σεφέρη (επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδη), εκδ. Εστία

Edmund Keeley, [περί καβαφικής ποιητικής]

ImageΗ λεπτή τεχνική και η οικονομία του όψιμου τρόπου του Καβάφη, και κυρίως η ικανότητά του να φτιάχνει ένα ιστορικό πλαίσιο χωρίς να γίνεται σχολαστικός, και να προβάλλει ένα πολύπλοκο όραμα χωρίς να γίνεται διδακτικός –κάποτε, ακόμα και χωρίς να μιλάει- δείχνουν καθαρά μερικά από τα πλεονεκτήματα που συνοδεύουν το χτίσιμο αυτού του μύθου εν προόδω με τα χρόνια. Φτάνουμε στα τελευταία του ποιήματα μ’ έναν καθιερωμένο κώδικα που καθοδηγεί την οπτική μας για τους πρωταγωνιστές του, ένα τρόπο ζωής που προσφέρει το ευρύτερο πλαίσιο για όποιο επιμέρους δράμα θέλει να μας παρουσιάσει ο ποιητής, μια σειρά αλληλένδετων αναφορών που συμπληρώνουν όποια ιστορική στιγμή απεικονίζει και, το σπουδαιότερο απ’ όλα, ένα τύπο στάσεων που μας βοηθάει να δούμε όσα συνεπάγεται η επεκτεινόμενη προοπτική του.

Edmund Keeley, «Η οικουμενική προοπτική» (στο συλλογικό τόμο Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Βιβλιοπαρουσίαση: Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Κ.Π.Καβάφης, Η ποίηση και η ποιητική του, 2013, εκδ. Κίχλη

ImageΤα είκοσι μελετήματα για τον Κ.Π. Καβάφη που συνθέτουν την ύλη του βιβλίου αποτελούν ευρεία επιλογή από δημοσιευμένα και αδημοσίευτα κείμενα που έχει γράψει κατά τα τελευταία τριάντα και πλέον χρόνια ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος, συστηματικός και αναγνωρισμένος ερευνητής του βίου και του έργου του Αλεξανδρινού ποιητή. Βασιζόμενος στην εκτεταμένη σχετική βιβλιογραφία, προσφέρει μια πανοραμική εικόνα τής μέχρι σήμερα ελληνικής και ξένης φιλολογικής έρευνας. Παρακολουθεί τα πρώτα φανερώματα του Καβάφη, τις δοκιμές και τις δοκιμασίες της κριτικής κατά την πραγμάτευση του έργου του, καθώς και τη σταδιακή πρόσληψη και καθιέρωση της καινοφανούς ποίησής του τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Διερευνά, επιπλέον, τα βασικά θέματα της καβαφικής ποίησης και αναδεικνύει την αξία και τη διάρκειά της, παρακολουθώντας συγχρόνως την πολύχρονη διεθνή πορεία που έχει διανύσει το καβαφικό έργο ως τις μέρες μας.

Γιάννης Δάλλας, [σχόλιο για το ποίημα «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)»]

ΝΕΟΙ ΤΗΣ ΣΙΔΩΝΟΣ (400 μ.Χ.)

Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.

Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω·
κ’ είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Pιανός.
Μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Aισχύλον Ευφορίωνος Aθηναίον τόδε κεύθει -»
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «αλκήν δ’ ευδόκιμον», το «Μαραθώνιον άλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε·

«A δεν μ’ αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λιποψυχίες.
Δώσε — κηρύττω — στο έργον σου όλην την δύναμί σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ’ τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό —
τι Aγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας— και για μνήμη σου να βάλεις
μ ό ν ο  που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Aρταφέρνη.» 

 

Σκοπιά συνοπτική της ποιητικής του είναι οι Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.). Ένα ποίημα, που ανεξάρτητα από τη στάθμη του προβάλλει την εποπτεία του ποιητικού φαινομένου. […]

ImageΑπό την εποχή του Σολωμού είχαμε να δούμε τέτοια καταπόνηση υλικού. Αλλά και σε σαφή διάκριση, προσδιορισμένη από τις χωριστές ιδιοσυγκρασίες και την απόσταση των συνθηκών: ο Σολωμός, αν κρίνουμε από τις παραλλαγές και τα διαδοχικά σχεδιάσματά του, λαξεύει αποσπάσματα και μάλιστα επιφάνειες στα προστάδια πάντοτε της εντέλειας. Ενώ στον Καβάφη, αν συγκρίνουμε πρώτες και δεύτερες μορφές ποιημάτων ή τα δημοσιευμένα με τα περισσότερα από τ’ ανέκδοτά του, βλέπομε παραριγμένα στο εργαστήρι του κομμάτια ολοκληρωτικής αφασίας ν’ ανασύρονται μετά από χρόνια ολόσωμα και να (ξανα)στήνονται σαν πλάσματα αισθητικής ευγλωττίας. Άλλη διαφορά: ο Σολωμός, έναν αιώνα πριν, καμινεύει τις λέξεις σαν φυσικά αγαθά, ενώ ο Καβάφης τις κατεργάζεται σαν τεχνικά αγαθά. Αντί για εμπνεύσεις και συλλήψεις, μιλά για «εργασία», «δούλεψι», «τεχνική».

Γιάννης Δάλλας, «Ο Καβάφης και η καλλιτεχνική εμπειρία» (στο συλλογικό τόμο Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Νάσος Βαγενάς, [Καβαφική ειρωνεία]

ImageΑν σκεφτεί κανείς ότι το βασικό χαρακτηριστικό κάθε ειρωνείας είναι μια αντίθεση ανάμεσα σ’ ένα φαινόμενο και σε μια πραγματικότητα, και πως το μεγαλύτερο και ωριμότερο μέρος του έργου του Καβάφη οικοδομείται πάνω σε τέτοιες αντιθέσεις, τότε το πρόβλημα της ποίησής του δεν είναι δύσκολο να λυθεί. Η ειρωνεία τραβάει τη συγκίνηση δια του κενού, γιατί λειτουργεί δια της φαινομενικής απουσίας, δηλαδή με τη δραστικότητα σκέψεων και συναισθημάτων που υπονοούνται ή αποσιωπούνται. Η ειρωνεία είναι βέβαια ένας διανοητικός τρόπος αντίληψης, που όμως συνοδεύεται από τα δικά του χαρακτηριστικά συναισθήματα και από τις δικές του συγκινήσεις. Σ’ έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό υπάρχει σ’ όλους τους μεγάλους ποιητές – άλλωστε, όπως έχει ειπωθή, όλη η ποίηση είναι ειρωνική. Ωστόσο στον Καβάφη λειτουργεί με τέτοιον τρόπο που θα μπορούσαμε να πούμε πως η ποίησή του είναι γραμμένη με γλώσσα ειρωνική.

Με τον όρο «ειρωνεία» και «ειρωνική γλώσσα» εννοώ το είδος της έκφρασης που δημιουργεί το χώνεμα της λεκτικής ειρωνείας του Καβάφη με τη δραματική του ειρωνεία. Με την πρώτη ο Καβάφης υποβάλλει νοήματα και αισθήματα που δεν βρίσκονται στις λέξεις του και που συχνά είναι αντίθετα από το νόημα που αυτές εκφράζουν. Με τη δεύτερη δημιουργεί αντιθέσεις καταστάσεων που, υποβάλλοντας ή αποκαλύπτοντας την αληθινή όψη των πραγμάτων, αποδεικνύουν ότι η ιδέα των ηρώων του για την πραγματικότητα είναι μια τραγική αυταπάτη. Ακόμα και η παρουσία φανταστικών προσώπων και ιστορικών χαρακτήρων στα ποιήματά του, που χρησιμεύουν για να αναπαραστήσουν σύγχρονα συναισθήματα, είναι μια μορφή ειρωνείας, λεκτικής και, ταυτόχρονα, δραματικής.

Νάσος Βαγενάς, «Η ειρωνική γλώσσα» (στο συλλογικό τόμο Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης