Γεωργία Λαδογιάννη, Tα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου

Η φράση «τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου» είναι ο τελευταίος στίχος από το ποίημα «Μάρτιαι Ειδοί» (1906, 1910). Μας χωρίζουν περισσότερα από 100 χρόνια από τη σύλληψη και τη δημοσίευση του ποιήματος. Ο Καβάφης όμως έκανε την ποίηση να μην έχει σύνορα. Ούτε στον χρόνο ούτε στον τόπο. Στο ποίημα «Μάρτιαι Ειδοί» στοχάζεται να μιλάει στον Ιούλιο Καίσαρα και να του λέει το μοιραίο του λάθος: ότι η δολοφονία του από τον Βρούτο και τον Κάσσιο δεν θα είχε γίνει αν έδινε σημασία στον σοφιστή Αρτεμίδωρο και στα λόγια του, που τον προειδοποιούσαν να προσέχει την ημέρα των Μάρτιων Ειδών.image0000299B

Όμως, η ιστορία του Καίσαρα, με τον τρόπο που την φωτίζει ο Καβάφης, μιλάει για την εποχή μας. Υπάρχουν και στη δική μας εποχή, οι περιώνυμοι άνθρωποι, οι απορροφημένοι από την άσκηση της εξουσίας που αδιαφορούν για τα ουσιαστικά πράγματα· έχουν χάσει το μέτρο της ζωής. Αναρωτιόμαστε πόσο αυτοί «ακούνε» τον Αρτεμίδωρο, το τι δηλαδή τους λέει ο άνθρωπος, από τα βάθη της Ιστορίας του. Ο ποιητής (και εμείς μαζί του) φοβάται τες φιλοδοξίες της εξουσίας κάθε εποχής, αυτές που οδήγησαν τον Καίσαρα στη Σύγκλητο (όπου έγινε ο φόνος), γι’ αυτό φωνάζει δυνατά τη φράση-στίχο, με την οποία ξεκινά το ποίημα: τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.

Για τον Καβάφη η Ιστορία δεν είναι χρονική ακολουθία που απομακρύνει τις εποχές και τα γεγονότα αλλά απόθεμα από ισοδύναμες δράσεις. Η ποιητική του όραση ασκεί την ευαισθησία της και οξύνει την κρίση της –να μην ξεχνάμε τις δύο βασικές εκδηλώσεις του Καβάφη: του αισθητή και του σοφιστή– μελετώντας τον άνθρωπο, πάνω στη δράση του. Έτσι η Ιστορία γίνεται μελέτη βίου. Μέσα στην Ιστορία βλέπει τον άνθρωπο να αντιμετωπίζει ξανά ερωτήματα που είχαν τεθεί στο παρελθόν ή να ηττάται με τρόπο μοιραίο, ενώ ήταν στη δική του επιλογή να σωθεί και να αποφύγει την ήττα.

Διαβάζοντας σήμερα την ποίησή του, έχουμε μια εικόνα της Ανθρώπινης Περιπέτειας. Η ίδια η ζωή εξάλλου του Καβάφη, σε εποχή κρίσιμη και τόπο σημαδεμένο από την ιστορία, του έδινε αρκετά κίνητρα για έναν αναστοχασμό πάνω στο ξετύλιγμα της ζωής λαών και πολιτισμών που είχαν περάσει και είχαν ζήσει στον ίδιο τόπο, από την αρχαία εποχή μέχρι τις δικές του μέρες.

Κι ήταν ακόμη οι προσωπικές δυσκολίες, κυρίως εξαιτίας της ερωτικής του αίρεσης· τις αντιμετωπίζει μέσα από μια θεωρία βίου, που είναι μια αναγκαία περιφρούρηση της δικής του θέσης. Αναστατώσεις από μεταβολές συμβαίνουν και στη ζωή της οικογένειας. Μετά το θάνατο (1870) του πατέρα Πέτρου Καβάφη, ο ποιητής βιώνει την σταδιακή παρακμή του εμπορικού οίκου βάμβακος και έχει να λύσει το πρόβλημα του βιοπορισμού του, που το κάνει με την εξασφάλιση της θέσης του Υπαλλήλου στην Αγγλική Εταιρεία Υδάτων, όπου εργάστηκε ως το τέλος.

Αλλά και οι πόλεις που γνώρισε και έζησε στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια είναι πόλεις με φορτία Ιστορίας και ηγεμονικές μνήμες: Αλεξάνδρεια, Λονδίνο, Κωνσταντινούπολη και ξανά Αλεξάνδρεια, για μόνιμη εγκατάσταση. Είναι οι πόλεις της οικογενειακής του μετοικεσίας που κράτησε περίπου 15 χρόνια. Επειτα, στον τόπο της μόνιμης εγκατάστασης, βιώνει τα ανοιχτά προβλήματα της σύγχρονης αποικιακής Αλεξάνδρειας, μιας πόλης που καταφέρνει, ωστόσο, να διατηρεί τη μνήμη του ελληνιστικού της παρελθόντος, όπως και την πολιτισμική της ταυτότητα, που είναι μια ταυτότητα του κράματος.

Η εικόνα της ανθρώπινης περιπέτειας συγκροτείται σταδιακά, μέσα από ένα σώμα 250 περίπου ποιημάτων (τα 154 είναι αναγνωρισμένα –και δημοσιευμένα– από τον ποιητή), που όμως φαίνεται να ξετυλίγεται από ποίημα σε ποίημα, σαν ένα «ποίημα εν προόδω» (όπως το χαρακτήρισε ο πρώτος εκδότης, μετά το θάνατο του Καβάφη, στα 1935, ο Αλέκος Σεγκόπουλος και το επανέλαβε ο Σεφέρης για τα ποιήματα μετά το 1910), που γράφεται από τη δεκαετία του 1880 μέχρι την ημέρα του θανάτου του, στις 29 Απριλίου του 1933.

Κατά την πορεία για την ολοκλήρωση αυτού του «ποιήματος εν προόδω» ακούμε να μιλάνε, να στοχάζοντα ή να ακούνε κάποιον ομιλητή, πρόσωπα γνωστά από την Ιστορία: Αλκιβιάδης, Αντώνιος, Λαγίδες, Δαρείος, Κλαύδιος, Σελευκίδες, Πτολεμαίοι, Αντίοχοι, Δημήτριος Σωτήρ, Καισαρίων, Οροφέρνης, Μύρης, Ιουλιανός, αλλά και αγνωστα, πρόσωπα-κομπάρσοι, όπως τα έχουνε ονομάσει για να δείχνουν τη θεατρική συνάφεια στο έργο του Καβάφη: τα μέλη ενός θιάσου του Διονύσου, ο λατρευτός του Βάλα («Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα», 1916, 1921) ο στρατιώτης του λαμπρού στρατεύματος που έπεσε στη μάχη της Μαγνησίας («Η μάχη της Μαγνησίας» 1913, 1916), ο πραματευτής που φτάνει στην Αλεξάνδρεια την ημέρα της ήττας στο Ακτιο («Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια», 1917, 1924), ο ηθοποιός (el actor) και οι αρωματισμένοι Σιδώνιοι νέοι («Nέοι της Σιδώνος (400 π.X.)», 1920).

Και βέβαια είναι και τα περιστατικά που σχετίζονται με αυτά τα πρόσωπα. Τα πρόσωπα όπως και τα περιστατικά μας δίνουν μια «άλλη» Ιστορία και όχι την επίσημη της κοινής σχολικής μας γνώσης. Η καβαφική ανάγνωση, κατά πρώτον, επιλέγει συμβάντα και μερικές φορές και πρόσωπα που ελάχιστα ή καθόλου δεν έχουν απασχολήσει την επίσημη Ιστορία και, δεύτερον, η περιγραφή τους γίνεται με αφήγηση κλειστής εστίασης.

Στο στενό κύκλο που φωτίζεται με την αφήγηση, ο χρόνος χωράει μόνο συμπυκνωμένος. Το ίδιο και η πράξη· είναι πάντα πράξη καταληκτική και τελεσίδικη, που θα πει ότι έχει προηγηθεί μια σειρά από πράξεις αλλά η καβαφική διόπτρα εστιάζει μόνο στην τελευταία, στην οποία εμπεριέχονται και όλες οι προηγούμενες, γιατί όλες την προετοίμαζαν. Συμπύκνωση λοιπόν και της δράσης, εκτός εκείνης του χρόνου. Αυτή είναι η τεχνική της καβαφικής ανάγνωσης της Ιστορίας. Σε κάθε ποίημα έχει κατασταλάξει η ουσία ενός μείζονος γεγονότος, που ανασυγκροτείται από τον αναγνώστη, γι’ αυτό κανένα ποίημα του Καβάφη δεν τελειώνει με το τέλος της ανάγνωσής του· το τέλος της ανάγνωσης είναι μέρος και όχι το όλον την επικοινωνίας μας με την ποίησή του.

Η κλειστή εστίαση δείχνει τον σημαντικό ρόλο που έχει η «στιγμή», σαν η πιο μικρή μονάδα του χρόνου ή σαν η μέγιστη συμπύκνωσή του. Ο Καβάφης «διαβάζει» στιγμές και βλέπει την Ιστορία σαν μια δράση πάνω στη λεπτή ακμή ενός μαχαιριού. Η ισορροπία, εδώ, είναι νόμος επιβίωσης. Η διαταραχή της φέρνει μοιραία την πτώση. Μέσα σε αυτή τη «στιγμή» θα βρεθούν όλα σχεδόν τα πρόσωπα του Καβάφη, που ανήκουν στην πραγματική ή στην ποιητική Ιστορία. Εκεί κρίνεται η ζωή και ο θάνατος, το ήθος και ο κυνισμός, το θεσπέσιο και το ευτελές, η δόξα και η ήττα, η έπαρση και η σοφία. Εκτός από τη δράση των ατόμων κρίνεται και η δράση των εθνών στη μοιραία «στιγμή». Εδώ, ανήκει η στάση όχι μόνο του ενός ήρωα αλλά και του λαού.

Από την άποψη του χρονοτόπου, η ανάγνωση της Ιστορίας παρακολουθεί πόλεις και περιοχές-σύμβολα. Η Ρώμη, η Αλεξάνδρεια, η Συρία και η Αντιόχεια, η Μικρά Ασία και το Βυζάντιο, η τοπογραφία της Ανατολικής Μεσογείου και της Ανατολής με στρώματα πολιτισμών, γλωσσών, ιδεολογιών και θρησκειών, τόποι όπου κρίθηκαν ηγεμονίες, ασκήθηκαν εξουσίες, διαλύθηκαν βασίλεια, δοξάστηκαν ερωτικές σχέσεις και σχέσεις εξουσίας, συγκρούστηκαν συμφέροντα, βασίλεια και πρόσωπα, σε χρόνους, κατά προτίμηση σύγκρουσης και συνύπαρξης, μεταιχμιακούς και παρακμιακούς, όπως είναι η διάλυση των μικρών κρατών των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η ελληνιστική δηλαδή εποχή, η εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης ή το Βυζάντιο της μηχανορραφίας, είναι τα πεδία της Ιστορίας όπου ο Καβάφης μαζεύει στιγμές κρίσης για να ερμηνεύσει την ανθρώπινη συμπεριφορά μέσα στο χρόνο.

Πολλά γνωστά πρόσωπα της Ιστορίας περνάνε στην ποίηση του Καβάφη μόνο για την κρίσιμη στιγμή που χάνουν τη ζωή τους. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ποιητής μοιάζει με τον καλλιτέχνη που δημιουργεί ποιητικά φαγιούμ και επιτύμβια επιγράμματα. Ο Ιούλιος Καίσαρας (στο ποίημα «Μάρτιαι Ειδοί») και ο στρατηγός Πομπήιος (στο ποίημα «Ο Θεόδοτος»), δύο Ρωμαίοι που στην Ιστορία έμειναν ως αντίπαλοι, απασχολούν την ποίηση μόνο για την τελευταία τους στιγμή, που ήταν περίπου ίδια. Δολοφονούνται γιατί δεν επέδειξαν την φρόνηση που απαιτούσε η «στιγμή» και αυτή η αδυναμία είναι που οδήγησε στη δολοφονία τους. Ο Καίσαρας δεν λογάριασε καθόλου κανένα Αρτεμίδωρο, την ώρα που τον πλησίαζε για να του θυμίσει την προφητεία του θανάτου του κι ούτε ο Πομπήιος φαντάστηκε, σίγουρος μέσα στην τακτοποιημένη του ζωή, την στιγμή που σε νοικοκερεμένο σπίτι μπαίνει / αόρατος, άυλος – ο Θεόδοτος που θα τον σφάξει.

Η Ιστορία για τον Καβάφη είναι πάντα η συμπεριφορά των ανθρώπων. Στην ποίησή του έχει φτιάξει ένα πρόσωπο συμβολικό του ηθικού ηρωισμού, τον Αντώνιο, στο ποίημα «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» (1911). Με το ποίημα αυτό αρχίζει να διαμορφώνεται ο αλεξανδρινός μύθος του Καβάφη, με κέντρο την Αλεξάνδρεια, τη πόλη του ποιητή. Ο Αντώνιος είναι ήρωας σε μια σειρά ποιημάτων, με θέμα τη ναυμαχία στο Άκτιο και τις συνέπειες που είχε η κρίσιμη ήττα για τον ίδιο, την Κλεοπάτρα και την ελληνορωμαϊκή Ανατολική Μεσόγειο. Ο ποιητής συμβουλεύει τον Αντώνιο να ματατρέψει σε ύμνο την ήττα του και να δοξάσει την πόλη του, την Αλεξάνδρεια, την ώρα που ηττημένος αναγκάζεται να την εγκαταλείψει.

Ο Αντώνιος, αν κρίνουμε από το αδημοσίευτο και προγενέστερο (1907) «Το τέλος του Αντωνίου», φαίνεται να κράτησε τη στάση που τον προέτρεπε ο ποιητής, όπως δείχνουν οι στοχασμοί του: και τώρα αν έπεσε, δεν πέφτει ταπεινά. Ιστορία δεν είναι η ήττα του Αντώνιου στο Ακτιο από τον Οκταβιανό. Ιστορία είναι η ηθική γενναιότητα του Αντώνιου. Η ποίηση, εδώ, απονέμει δικαιοσύνη και στήνει μνημείο στον «νικητή» Αντώνιο. Η αναζήτηση του ηθικού ηρωισμού στις πράξεις των ανθρώπων θα γίνει ένας σταθερός τρόπος ανάγνωσης της Ιστορίας.

Και σε αυτό το πρότυπο επιμένει. Θα το ξαναδούμε, είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, στο ποίημα «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.», ένα από τα τελευταία του ποιήματα (1929). Ο Μύρης, ένας από τους επινοημένους εφήβους του ποιητή, πεθαίνει και το ποίημα μας δείχνει την τελετή που συνηθίζουν οι χριστιανοί για τους νεκρούς τους. Αντικρίζοντας την χριστιανική σκηνή, ο αφηγητής του ποιήματος που είναι ένας αγαπημένος φίλος του Μύρη αλλά ακολουθεί τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, αισθάνεται να χάνει τον Μύρη που γνώριζε και να τον κερδίζει η χριστιανική οικογένεια: Κ’ εξαίφνης μέ κυρίευσε μια αλλόκοτη / εντύπωσις. Αόριστα, αισθάνομουν / σαν νά ’φευγεν από κοντά μου ο Μύρης· / αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός, με τους δικούς του, και που γένομουν/ ξένος εγώ, ξένος πολύ· /

Στο ποίημα απεικονίζεται με τρόπο ανάγλυφο μια μεγάλη πολιτισμική σύγκρουση, που έλαβε χώρα στον ίδιο τόπο της καβαφικής τοπογραφίας, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι η σύγκρουση δύο κόσμων, του χριστιανικού και του αρχαίου ελληνικού. Ποιητικά, αυτό το ιστορικό γεγονός, μεταφέρεται στο πεδίο της ατομικής συνείδησης. Είναι η στιγμή που ο φίλος του Μύρη συνειδητοποιεί το ρήγμα στον στενό ερωτικό τους δεσμό.

Το ποίημα εστιάζει ακριβώς πάνω στη «στιγμή» που αντικρίζει το ρήγμα και βάζει στη σκέψη του το σαράκι της αμφιβολίας: είναι δικός μου ο Μύρης ή ξένος; Η θέση του είναι όπως του ηττημένου Αντώνιου, όταν χάνει την Αλεξάνδρεια. Σαν άλλος Αντώνιος, ο φίλος του Μύρη δεν θρηνεί, αλλά περήφανα αποχωρεί: πετάχθηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι, / έφυγα γρήγορα, πριν αλλοιωθεί / απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη. Αποχωρεί έχοντας αποσπάσει τον δικό του Μύρη, τη μνήμη του Μύρη που έζησε: Απ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές· / σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις. Ο Αντώνιος και ο φίλος του Μύρη προβάλλουν αντίσταση ηθική, τη στιγμή μιας επώδυνης εμπειρίας. Η ήττα βάζει τους ήρωες μπροστά στην κρίσιμη επιλογή. Να μην ξεχνάμε ότι το δίλημμα (ανάμεσα σε ένα Ναι και σε ένα μεγάλο Οχι) είναι ένα από τα κλειδιά της καβαφικής βιοθεωρίας. Η ήττα, λοιπόν, σημαίνει την κρίσιμη ώρα για να δείξει ο άνθρωπος την ηθική γενναιότητά του.

Αυτή είναι μία σταθερή ανάγνωση της Ιστορίας, που, σαν άλλος Αρτεμίδωρος, ο Καβάφης μαζεύει τα «σημάδια» της Ιστορίας που προμηνύουν το μέλλον. Ο Καβάφης διαβάζει με τον ίδιο τρόπο από τα πρώτα του ιστορικά ποιήματα. Μας το είχε πει στη μάχη των Θερμοπυλών. Στο στενό των Θερμοπυλών παίχτηκε η ζωή της Ελλάδας, όταν από εκεί πέρασαν οι Πέρσες και φτάσανε μέχρι τον Μαραθώνα, έξω από την Αθήνα. Στο ποίημα «Θερμοπύλες» υμνούνται οι 300 Σπαρτιάτες του Λεωνίδα. Η ιστορία των Θερμοπυλών καταγράφεται στην καβαφική μνήμη ως ύμνος και όχι ως θρήνος για την ήττα: Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των / ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες. / Ποτέ από το χρέος μη κινούντες. Η καβαφική Ιστορία γράφει μόνο τη μάχη που δίνεις όταν είναι βέβαιο πως την χάνεις (μαζί και την ζωή σου), πως «οι Μήδοι διαβαίνουν», σε κάθε περίπτωση.

Μια καταπληκτική δύναμη της ποίησης του Καβάφη είναι η ικανότητά της να σκηνοθετεί. Η σκηνοθεσία είναι πρώτα πρώτα μια μαγεία, που μέχρι σήμερα ασκεί πάνω μας τη γοητεία της. Η σκηνοθεσία των ιστορικών του ποιημάτων έχει την ποιητική ευφυϊα να σε κάνει να νιώθεις ότι παραβρίσκεσαι στην εποχή και στο περιβάλλον που δημιουργεί. Σημασία, εδώ, έχει και το γραμματικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί. Πότε το β ενικό, πότε το α πληθυντικό. Τα θυμίζω αυτά σαν μια εισαγωγή στο ποίημα «Σατραπεία» (1910).

Το ποίημα παρουσιάζει το θέμα που είδαμε στον Αντώνιο και στον φίλο του Μύρη, αλλά αντίστροφα. Η «Σατραπεία» δείχνει τις συνέπειες μιας φρικτής επιλογής: η μέρα που ενδίδεις, / (η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις). Ο ήρωας στο ποίημα θα ζει για πάντα στην συμφορά του, εξαιτίας της λαθεμένης επιλογής του να διαλέξει τα φτηνά πράγματα, τα εφήμερα και τα εύκολα, που στο ποίημα παρομοιάζονται με την γοητεία που ασκεί η χλιδή των δώρων του εχθρού της αρχαίας Αθήνας, του Αρταξέρξη, σε όσους Αθηναίους καταφεύγουν σε αυτόν. Ο ήρωας του ποιήματος που διάλεξε να πάει με τον Αρταξέρξη έχασε για πάντα την δυνατότητα να κατακτήσει το όραμά του. Η ζωή του, ένα ναυάγιο: και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα, / και πηαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη, / που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του, / και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια. / Και συ τα δέχεσαι με απελπισία / αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις. / άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει.

Η αρχαιότητα (Αθήνα, Σπάρτη, Πέρσες, Μέγας Αλέξανδρος) είναι ένα βιβλίο Ιστορίας που διαβάζεται εντατικά και πολυπρισματικά. Μας ξαφνιάζει ένα ηρωικό πορτρέτο που ανήκει σε γυναίκα, στην Κρατησίκλεια από την Σπάρτη. Λίγες είναι η γυναίκες στην ποίησή του και ένας τυπικός τρόπος να παρουσιάζονται είναι όπως η ραδιούργα Αννα Κομνηνή, κόρη του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου, στο ομότιτλο ποίημα. Η Κρατησίκλεια είναι μητέρα του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Γ που νικήθηκε από τους Μακεδόνες (219 π.Χ.) και ηρωίδα στο ποίημα «Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων» (1929).

Ο τίτλος, όπως και οι τελευταίοι στίχοι, είναι λόγια της Κρατησίκλειας όπως μας τα διέσωσε ο Πλούταρχος. Σε αυτά τα λόγια που παίρνει ο Καβάφης από τον Πλούταρχο δείχνουν την περήφανη ηθική στάση καθώς αναχωρεί από την ηττημένη της πατρίδα. Βρίσκει για λίγο καταφύγιο στην Αλεξάνδρεια, στο βασίλειο των Πτολεμαίων, όπου όμως πολύ σύντομα θα έλθει για όλους το φρικτό τέλος.

Την ίδια εποχή (1929) δημοσιεύει και ένα ποίημα που είναι ο ηθικός αντίποδας στην Κρατησίκλεια, το ποίημα «Αλέξανδρος Ιαναίος και Αλεξάνδρα». Μιλάει για την εξουσία που γιορτάζει την δύναμή της, αδιαφορώντας ότι στήθηκε πάνω σε σφαγές. Το ποίημα έρχεται να αποδώσει δικαιοσύνη και παρουσιάζει την τελετή υπό το πρίσμα του τέλους της εξουσίας του Αλέξανδρου και της Αλεξάνδρας, με την κατάκτηση της Ιουδαίας από τους Ρωμαίους (37 π.Χ.), που λίγο απείχε από την τελετή. Για την ερμηνεία του ποιήματος, εκτός από την κρυμμένη ειρωνεία του ποιητή, ισχύουν και όσα είχε πει για το ποίημά του «Θεόδοτος»: Δράσε, προσπάθησε να γίνεις μεγάλος, αλλά μη πατάς πάνω σε πτώματα. Η «πτώση» είναι σταθερή προοπτική του Καβάφη για τις «στιγμές» της Ιστορίας. Όταν δεν είναι φανερή, υπάρχει πάντα στα «παρασκήνια» του ποιήματος, να καιροφυλακτεί, σαν τη βέβαιη κατάληξη των αλαζόνων ηρώων.

Δεν είναι της ώρας εδώ να αναπτύξουμε πόσο έντονα καβαφική είναι αυτή η αίσθηση της πτώσης και να αναφέρουμε τις σπουδαίες μορφοποιήσεις της στα ερωτικά του ποιήματα, με την αντίθεση του γήρατος και της νεότητας (π.χ. το «Πολύ σπανίως», 1911, 1913) ή της ευτυχισμένης μνήμης της ηδονής μέσα σε ένα δυσάρεστο παρόν (π.χ. το «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.», 1929, που αναφέραμε). Ο Καβάφης διαβάζει την Ιστορία μέσα από τις μεγάλες ήττες. Αλλά ποιες είναι αυτές; Είναι δύο ειδών. Από τη μια μεριά είναι ήττες για τις οποίες μιλάει και η επίσημη Ιστορία, αλλά, από την άλλη, είναι οι αφανείς ήττες που οι επιπτώσεις τους δεν έχουν καταγραφεί από την Ιστορία, ενώ ήταν το ίδιο καταστροφικές, όπως στα ερωτικά και σε πολλά ιστορικά του ποιήματα.

Μια τέτοια αφανής «στιγμή» είναι η καταστροφή από την «υβριστική» στάση του ηττημένου Φιλίππου Δ της Μακεδονίας, στο ποίημα («Η μάχη της Μαγνησίας»). Θεωρείται «υβριστής» γιατί δείχνει ανάρμοστη διαγωγή, την ώρα που η Ελλάδα χάνεται, με την νίκη των Ρωμαίων (στη Μαγνησία, 190 π.Χ.).

Ο Φίλιππος συμποσιάζεται και διατάσσει: Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι· τους αυλούς, τη φωταψία. Ενώ, λίγο πριν οι Ρωμαίοι είχανε νικήσει και τον ίδιο τον Φίλιππο και είχανε διαλύσει το κράτος της Μακεδονίας, στη μάχη στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.).

Η ποιητική δικαιοσύνη είναι ανελέητη απέναντι σε τέτοια συμπεριφορά. Την θεωρεί «ύβριν». Ανάλογη είναι και η «τιμωρία». Είναι σωματική και ηθική. Ο ποιητής τον τιμωρεί βιολογικά και αισθητικά: του κουρασμένου σώματός του, του άρρωστου / σχεδόν, θά ’χει κυρίως την φροντίδα.

Αλλά τον τιμωρεί και ηθικά. Ο Φίλιππος παρουσιάζεται με καταρρακωμένο το ιστορικό του κύρος: διοικεί ένα σκουπίδι. Γιατί σκουπίδι κατάντησε η χώρα του μετά τη μεγάλη ήττα στις Κυνός Κεφαλές (190 π.Χ.). Η λέξη αποδίδεται στη Μακεδονία, όμως ο Καβάφης φροντίζει να μην υπάρχει ποιητική απόσταση Μακεδονίας και Φιλίππου και η λέξη σκουπίδι να μπορεί να έχει διπλό παραλήπτη.

Το ποίημα, καθώς προχωράει, από στίχο σε στίχο, συσσωρεύει γεγονότα της καταστροφής και μοιάζει να ανεβάζει τις στροφές της δυναμικής του. Στο τέλος κλείνει με δύο στίχους που σαν κάμα μαχαιριού αποκόπτουν τον συμποσιαστή Φίλιππο από την Ιστορία των πονεμένων λαών που είχαν την ατυχία να διοικούνται από Φιλίππους-σκουπίδια. Η Συρία θρηνεί και ο Φίλιππος διασκεδάζει: πόσο στην Συρία θρήνησαν, τι είδος λύπη / είχαν, σαν έγινε σκουπίδι η μάνα των Μακεδονία.- / Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι· τους αυλούς, τη φωταψία.

Θύμα της ήττας στη Μαγνησία και της Ρώμης είναι και ο Δημήτριος στο ποίημα «Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.χ.)» (1915, 1919). Μεγαλώνει ως όμηρος στη Ρώμη αλλά καταφέρνει να δραπετεύσει και να ανασυστήσει το βασίλειο της Συρίας. Θα βασιλεύσει στα χρόνια που δείχνει ο τίτλος (162-150 π.χ.). Το 150 π.Χ. είναι το έτος που καταρρέει η βασιλεία του· η Ρώμη τον εξουδετέρωσε ενισχύοντας τους αντιπάλους του. Το ποίημα τιμά την ψυχική του γενναιότητα και την περηφάνεια του, που αποδέχεται την ακύρωση των ανορθωτικών του σχεδίων (ήσαν όνειρα και ματαιοπονίες) και την ήττα του από ραδιούργους αντιπάλους: η Συρία […] αυτή είν’ η χώρα του Ηρακλείδη και του Βάλα. Εδώ, ο χρόνος 162 π.Χ-150 π.Χ. προβάλλεται σαν το πιο αναγκαίο στοιχείο στο πορτρέτο του ήρωα και το περιεχόμενο του ποιήματος είναι όσα έγιναν στο όριο-«στιγμή», στο έτος 150 π.Χ.

Ο Καβάφης παρακολουθεί τους σημαδεμένους χρόνους μέσα στην Ιστορία. Γι’ αυτό βάζει τις χρονολογίες σε τίτλους πολλών ποιημάτων. Οι χρονολογίες αυτές μας δίνουν την εντύπωση μιας συστηματικής μετωνυμίας του χρόνου, σαν να έχει ο χρόνος αντικαταστήσει την ανθρώπινη πράξη που πρέπει να μνημειωθεί. Χαρακτηριστικό το προτελευταίο δημοσιευμένο ποίημα «Στα 200 π.Χ.», που, κατά τον Σαββίδη, είναι μία επισκόπηση της Ιστορίας από την εποχή των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου –που έφερε τον ελληνισμό, την Κοινή Ελληνική Λαλιά, στα βάθη της Ασίας– μέχρι την ελληνιστική εποχή. Εδώ, η «πτώση» είναι η κρυμμένη βεβαιότητα.

Η Ιστορία δεν είναι τα φουσκωμένα λόγια για τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου αλλά ο χρόνος, η «στιγμή» που λέγονται αυτά από τον αφηγητή, που κάνει με περηφάνια τον μονόλογό του:  ελάχιστα (3 χρόνια) πριν την ήττα στις Κυνός Κεφαλές και στη μάχη της Μαγνησίας (10 χρόνια). Αλλά η ειρωνεία αγκαλιάζει και τους νικητές Ρωμαίους, που κατέκτησαν τις χώρες των επιγόνων του Μακεδόνα βασιλιά.

Για αυτούς είναι η τύχη που αναμένει την αλαζονεία της εξουσίας, μια τύχη που έρχεται χωρίς να μπορεί κανείς να την σταματήσει και που επιβεβαιώνεται από την εποχή των Λακεδαιμονίων και των κρατών-πόλεων της αρχαιότητας. Θα λέγαμε πως στο ποίημα αυτό φαίνεται να υπονοείται κάτι που μπορεί να ξεφεύγει από τη φορά της μοίρας. Και αυτό είναι η Κοινή Ελληνική Λαλιά, δηλαδή η ίδια η ποίηση που ανήκει σε αυτήν την παράδοση της Ελληνικής Λαλιάς. Ο καβαφικός κόσμος ολόκληρος θα μπορούσε να ονομαστεί ως ο κόσμος αυτής της Λαλιάς. Και δεν είναι μόνο γλώσσα, υπονοείται το ήθος, η καλλιέργεια και ένας τρόπος ζωής. Υπερβαίνει τους συνηθισμένους διχασμούς χριστιανικό/εδωλολατρικό. «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας» (1932/33, 1935) ο Ιουλιανός τιμωρείται ποιητικά (Έσκασε ο Ιουλιανός […] Το ουσιώδες είναι που έσκασε) επειδή ήταν ψεύτικοι οι ελληνικοί του τρόποι: αερολογίες, ανιαρές περιαυτολογίες, με άχαρι συμνοτυφία και με γελοία γένεια («Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς», 1927).

Ο Καβάφης μας μαθαίνει να χειριζόμαστε κατάλληλα το φωτισμό για να δούμε το χθες – και όχι μόνο. Είναι μια δεξιότητα που μας κάνει ικανούς να μην πέφτουμε στην παγίδα της λαμπερής πρόσοψης, να μπορούμε να βγάζουμε στο φως την κρυμμένη αλήθεια.

Στον κύκλο των ποιημάτων του Ακτίου, η καβαφική ανάγνωση χρησιμοποιεί τη μέθοδο της ανακάλυψης, μέσω ενός αστραπιαίου φωτισμού, της καίριας «στιγμής». Τα ποιήματα αυτού του κύκλου που είναι οι «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» (1912), ο «Καισαρίων» (1914, 1918), «Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια» (1917, 1924) και «Εν Δήμω της Μικράς Ασίας» (1926) μας δίνουν καλά παραδείγματα της αλλαγής στην εστίαση του φωτός. Στο πρώτο ποίημα, η στιγμή της αλήθειας – πάλι στον τελευταίο στίχο: τι κούφια λόγια [που] ήσανε αυτές η βασιλείες βγαίνει μπροστά και σβήνει από τα μάτια μας το σκηνικό με την μπαρόκ διακόσμηση. Το στολισμένο σκηνικό, που περιγράφεται με μεγάλο αριθμό στίχων, μας δίνει τη λαμπερή τελετουργία του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας, που, επαναπαυμένοι στην εξουσία τους και σίγουροι για την ισχύ του βασιλείου τους, διανέμουν βασίλεια στους κληρονόμους τους.

Έχει σημασία να σημειώσουμε ότι ο στίχος, που τον ξεχωρίσαμε γιατί περιέχει τον στιγμιαίο φωτισμό της αλήθειας, είναι μέρος από τις σκέψεις που κάνει ο λαός της Αλεξάνδρειας, που συμμετέχει και απολαμβάνει την αίγλη της γιορτής. Λίγες φορές ο Καβάφης αναφέρεται στο λαό και αυτή είναι από τις σημαντικές αναφορές του.

Ο σημαντικός ρόλος των Αλεξανδρινών φαίνεται και από το γεγονός ότι το ποίημα μοιράζεται σχεδόν εξίσου στην περιγραφή αυτών και των βασιλιάδων τους. Αλλά αυτή η διπλή εστίαση (στο λαό και τους βασιλιάδες) σημαίνει συνευθύνη και των δύο πλευρών, με το μεγαλύτερο μέρος της να πέφτει προς την πλευρά των Αλεξανδρινών. Γιατί αν οι βασιλιάδες χρησιμοποιούν την εκτυφλωτική λάμψη μες στη λαμπρή παράταξι των στρατιωτών, οι Αλεξανδρινοί βουλιάζουν στην απόλαυση της νωχέλειας: η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική, / ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό, / το Αλεξανδρινό Γυμνάσιο ένα / θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης.

Γι’ αυτό, το ποίημα φαίνεται να ρίχνει στο λαό την ευθύνη, γιατί ενώ είναι αυτός που νιώθει το επερχόμενο τέλος στο Άκτιο, την ίδια στιγμή ενδίδει (θυμόμαστε εδώ τον στίχο της «Σατραπείας») στη νωχέλεια: οι Αλεξανδρινοί ένιωθαν βέβαια / που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά (τα βαρύγδουπα ονόματα των βασιλικών αξιωμάτων).

Η καβαφική ανάγνωση της Ιστορίας στο ποίημα «Αλεξανδρινοί βασιλείς» μας δείχνει ένα λαό εθελούσια τυφλό και, φυσικά, μοιραίο. Στο ποίημα «Καισαρίων», επίσης του κύκλου του Ακτίου, υπάρχει η οργή του ποιητή για το λαό που, ενώ αισθάνεται την καταστροφή, απολαμβάνει, σαν άλλος Φίλιππος της Μακεδονίας, το ζεστό καιρό και, τότε, δεν είναι πρόσωπο τραγικό  αλλά φαύλο, που παρασύρει με τις κολακείες του τον Καισαρίωνα στην παγίδα της δολοφονίας του: οι φαύλοι – που ψιθύριζαν το «Πολυκαισαρίη», είναι ο στίχος που κλείνει το ποίημα, με την «στιγμή» του ψίθυρου που αποκοιμίζει τον Καισαρίωνα.

Την ιδια την ημέρα της ήττας οι Αλεξανδρινοί ζούνε στην πόλη τους μέσα στην εμπορική παραζάλη. Θόρυβος πολύς. Ο πραματευτής διαλαλεί, ονομάζοντας ένα ένα τα όμορφα, αρωματικά κι εξωτικά προϊόντα του. Το περιβάλλον είναι ιδανικό για να συμβεί αυτό που λένε οι δύο τελευταίοι στίχοι: ένας του ρίχνει κι αυτουνού [του πραματευτή] την γιγαντιαία ψευτιά / του παλατιού – που στην Ελλάδα ο Αντώνιος νικά («Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια»).

Στο ποίημα αυτό, την ίδια στγμή, αλήθεια και ψέμα ζυγίζονται πάνω στην κόψη του μαχαιριού. Ο Καβάφης δεν κρύβει τον ρόλο ενός άφρονα λαού, όταν η συμπεριφορά του δεν διαφέρει από τον αμοραλισμό της εξουσίας. Στο ποίημα «Ας φρόντιζαν» (1930) μάς μιλά ένας που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το ατομικό του μικροσυμφέρον, χωρίς αρχές και προτιμήσεις.

Φαντάζεται την διαδρομή του από τον έναν βασιλιά στον άλλον: από τον μωρό Ζαβίνα, στον ηλίθιο Γρυπό και από εκεί στον Υρκανό. Τους ονομάζει με τα παρατσούκλια και μας λέει καθαρά την γνώμη του: βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο. Ο αμοραλισμός του γίνεται κυνισμός: Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί / να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό. / Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.

Σε αυτήν την περίοδο, από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και μετά, η ποίησή του είναι περισσότερο ανοιχτή προς όσα συμβαίνουν στο επίπεδο της πολιτικής Ιστορίας. Το διαπιστώνει ο πρώτος στίχος: τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Αποικία, στο ποίημα «Εν μεγάλη Ελληνική Αποικία, 200 μ.Χ.» (1928).

Ένα αίσθημα ψυχικού μετεωρισμού βγαίνει από το ποίημα «Πρέσβεις απ’ την Αλεξάνδρεια» (δημοσιεύεται 1918) και η διάλυση του χάρτη των ελεύθερων κρατών, στα ποιήματα «Η δυσαρέσκεια του Σελευκίδου» και «Οροφέρνης», δημιουργεί μαριονέτες και προτεκτοράτα στην Ανατολή. Ο κόσμος όλος πάνω στην κόψη της μνήμης (ιστορίας) και της λήθης, μόλις που αφήνει ένα αχνό αποτύπωμα, σαν του Οροφέρνη εις το τετράδραχμον επάνω.

Στις συνταρακτικές για τον ελληνισμό στιγμές της Ιστορίας, μετατοπίζεται ο άξονας της καβαφικής γλώσσας. Αυτό θα συμβεί μοναδική φορά με το ποίημα «Πάρθεν» (1921) (που έμεινε στο αρχείο του ποιητή, ο τίτλος είναι λέξη της ποντιακής διαλέκτου που σημαίνει «Αλώθηκε»). Αναφέρεται στη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, όπου γράφεται η πιο οδυνηρή ιστορία εθνικής κάθαρσης και προσφυγικής μετακίνησης Ελλήνων και Τούρκων. Το ιστορικό γεγονός δεν καταγράφεται με τις γνωστές τεχνικές της μάσκας αλλά με τη μνήμη ενός λογοτεχνικού είδους, του θρήνου, που αντιπροσωπεύει την φιλοσοφία ολόκληρης της εθνικής μας λαϊκής ποίησης. Ταυτόχρονα, η καβαφική γλώσσα διαλύεται μέσα στη γλώσσα των δημοτικών μας τραγουδιών.

Και μια νότα κάλβειου τόνου παρατηρούμε και στο ποίημα «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες» (1922) που το θεμελιώνει η ίδια ιστορική εμπειρία. Σε κάθε περίπτωση, το 1922 σημαίνει τον αναστοχασμό όλων των στιγμών όπου το έθνος πρέπει να κάνει τους απολογισμούς του. Ένας τέτοιος γίνεται στο ποίημα «Από υαλί χρωματιστό» (1925), την εποχή που στα ίδια εδάφη της μικρασιατικής καταστροφής υπήρχαν οι Ελληνες αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Το ποίημα εστιάζει στο στέμα των αυτοκρατόρων Ιωάννη Κατακουζηνού και Ερήνης Ασάν και δείχνει τα ψεύτικα γιάλινα κοσμήματα στη θέση των πολύτιμων λίθων να είναι αυτά που αποδίδουν την αληθινή κατάσταση του κράτους: (του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλ’ η πτώχεια).

Αλλά δεν υπάρχει «κάθαρση», μια ισορροπία, στον κόσμο του Καβάφη; Υπάρχει. Είναι η ηδονή, η ολόκληρη και αδιαίρετη, και των αισθήσεων και της ψυχής. Είναι η Ιστορία των κατοίκων της Αισθησιακής Πόλης, όπως στο ποίημα «Μέρες του 1908» (το τελευταίο που τύπωσε (1932), όσο ζούσε, ο ερωτικός Καβάφης), με ήρωα έναν σύγχρονο Αδωνη. Είναι οι ήρωες-σοφιστές, αισθητές, καλλιτέχνες που έχουν το σωστό μέτρο. Ο Καβάφης αυτούς εμπιστεύεται ως ερμηνευτές της Ιστορίας. Ακόμη και ο αυλικός ποιητής Φερνάζης, στο τέλος δεν καταφέρνει να γράψει ποίημα επαινετικό για τον Δαρείο («Ο Δαρείος», 1917, 1920). Και δεν είναι μόνο ο σοφιστής Αρτεμίδωρος είναι και ο γλύπτης «Απολλώνιος ο Τυανεύς εν Ρόδω» (1925), ειδικός στο να ξεχωρίζει το κεραμεούν και φαύλον, την αγυρτεία και φτήνια.

Από το ποίημα «Η δόξα των Πτολεμαίων» (1896, 1911) μέχρι το τέρμα της πορείας «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας» (1933), η ιστορική διόπτρα του Καβάφη «σαρώνει» πρόσωπα και στάσεις από το παρελθόν, ενώ η φωνή του ακούγεται πλάγια, λοξά, όπως την χαρακτήρισε ο Στρατής Τσίρκας, με ευδιάκριτες, ωστόσο, τις παραλληλίες του χθες και του τώρα. Τον ακούμε να «διαβάζει» την Ιστορία σαν μυθιστόρημα που έχει ως θέμα της την Ανθρώπινη Περιπέτεια, ανατέμνοντας ψυχισμούς και συμπεριφορές, από τη μία πλευρά, και, από την άλλη, εξαπολύοντας την ειρωνεία του, που θέτει σε κίνηση τον τροχό του μοιραίου στο οποίο περιδινίζεται η ανθρώπινη ζωή μέσα στους αιώνες.

Πηγή: tapoiitika.wordpress.com