«Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ: Νέες αναγνώσεις του ποιητικού έργου του στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης». Ειδικό Αφιέρωμα του περιοδικού ποίησης ΔΕΛΕΑΡ

29707-66873Το περιοδικό ΔΕΛΕΑΡ προετοιμάζει ειδικό αφιερωματικό τεύχος με τον τίτλο: «Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ: Νέες αναγνώσεις του ποιητικού έργου του στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης».
Το αφιερωματικό αυτό τεύχος αποσκοπεί στο να αναδείξει αφενός τυχόν διαφοροποιήσεις του λεγόμενου αναγνωστικού ορίζοντα στην πρόσληψη του καβαφικού έργου κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα και αφ’ ετέρου να καταγράψει και να διασώσει μαρτυρίες, κρίσεις και απόψεις που συσχετίζουν το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον της σημερινής Ελλάδας με το καβαφικό έργο. Τα κείμενα μπορούν να είναι σε πεζό λόγο, δοκίμια, φιλολογικές κριτικές – μελέτες, μαρτυρίες καθώς επίσης και σε ποιητικό λόγο. Θα γίνουν δεκτές εικαστικές εκφράσεις (σχέδια, φωτογραφίες, κολάζ κ.ά.)

Προσκαλούνται οι ενδιαφερόμενοι να καταθέσουν κείμενά τους ή άλλα έργα προς δημοσίευση στο ειδικό τεύχος.

Η προθεσμία κατάθεσης των κειμένων προσδιορίζεται έως τις 20 Ιουλίου 2016. Προτεινόμενη έκταση κειμένων 1500 – 3000 λέξεις. Τη φροντίδα σύνταξης της ύλης την έχει η Ασημίνα Χασάνδρα. Το ειδικό τεύχος θα εκδοθεί από τον εκδοτικό οίκο «Σπανός – Βιβλιοφιλία» στο τέλος του 2016. Την έκδοση στηρίζουν χορηγοί.

Η παρουσίαση του τεύχους θα γίνει σε ειδική εκδήλωση με ανοιχτή τη συμμετοχή των συντελεστών και θα δημοσιοποιηθεί προς τον Τύπο και στα ηλεκτρονικά μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Επικοινωνία: Ασημίνα Χασάνδρα e-mail: chasandra@gmx.us Κινητό: 6971779924 (4-6 το απόγευμα Δευτέρα-Παρασκευή) και Εκδόσεις «Σπανός – Βιβλιοφιλία», Μαυρομιχάλη 7, Αθήνα 106 79, Τηλ.: 210-3614332

Τα παλαιότερα τεύχη του περιοδικού ποίησης ΔΕΛΕΑΡ μπορείτε να τα αναζητήσετε στον ακόλουθο σύνδεσμο: http://www.spanosrarebooks.gr/periodiko-poihshs-delear.html

Ανθρώπινη μοίρα και αξιοπρέπεια στον Καβάφη, του Χρήστου Αντωνίου

cavafes_isarisΤο ζήτημα της ελευθερίας και, συνακόλουθα, του κατά πόσο ο άνθρωπος είναι ελεύθερος αποτελεί κατά βάση πρόβλημα της φιλοσοφίας. Και ο τρόπος που ο κάθε άνθρωπος τοποθετείται απέναντι σ’ αυτό το πρόβλημα συνιστά το κύριο μέρος της βιοθεωρίας του, απαραίτητης για κάθε δημιουργική πνευματική δραστηριότητα. Όταν μάλιστα πρόκειται να μελετήσουμε το έργο ενός μεγάλου δημιουργού, η προσπάθειά μας για την ερμηνεία του είναι απαραίτητο να λαμβάνει υπόψη της αυτή τη βιοθεωρία. Και εφόσον το θέμα μας σχετίζεται με τον Καβάφη, επιβάλλεται να δούμε τι πιστεύει ο ποιητής σχετικά μ’ αυτό το ζήτημα της ελευθερίας, με το πόσο ελεύθερος είναι ο άνθρωπος να διαμορφώνει τα γεγονότα της ζωής του.
Ο Σολωμός π.χ. θεωρεί ότι ο άνθρωπος αισθάνεται και είναι ελεύθερος και τίποτα δε σκιάζει την ελευθερία του. Ακόμα και αν πολιορκείται, όπως οι Μεσολογγίτες από χιλιάδες Αγαρηνούς. Η ελευθερία αποτελεί μια δεδομένη κατάσταση. Όλοι όσοι βρίσκονται πολιορκημένοι μέσα στο Μεσολόγγι, σ’ αυτό το μικρό «αλωνάκι» της ψυχής, είναι εξ ορισμού ελεύθεροι. Κανείς δεν μπορεί να τους αφαιρέσει αυτή τη σύμφυτη με την ανθρώπινη φύση κατάσταση. Η Ελευθερία δε διαμορφώνεται σε μια σχέση με τα πράγματα, με την Ιστορία. Υπάρχει πριν από αυτά, a priori. Η ιστορία είναι μόνο η αφορμή για να εμφανισθεί.
Ο Παλαμάς, πάλι, για παράδειγμα, διαφοροποιείται. Πιστεύει ότι η ελευθερία κατακτιέται με εσωτερικό (ψυχικό-πνευματικό) και εξωτερικό (κοινωνικό-εθνικό) αγώνα, διαμορφώνεται μέσα στη διαλεκτική και δραματική πορεία των γεγονότων της Ιστορίας.
Αντίθετα με τους προηγούμενους ποιητές, στον ποιητικό στοχασμό του Καβάφη δεν υπάρχει, είτε με τον σολωμικό είτε με τον παλαμικό τρόπο, η αίσθηση της ελευθερίας, παρά μόνο η αίσθηση της ιστορικής αναγκαιότητας. Ο άνθρωπος, δηλαδή, ζει μέσα σ’ έναν κλοιό, μέσα σε τείχη δέσμιος των πραγμάτων. Κάθε προσπάθειά του για μεταβολή είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη από εξωγενείς παράγοντες, ορατούς ή αόρατους. Συχνά μάλιστα το τυχαίο και το απρόβλεπτο έρχονται να διαμορφώσουν ένα μοιραίο παρόν.
Αυτές οι τρεις ποιητικές στάσεις ασφαλώς σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τα προσωπικά βιώματα των τριών ποιητών, αλλά κυρίως, νομίζω, με το χαρακτήρα των τριών διαφορετικών ιστορικών φάσεων στις οποίες έζησαν και έδρασαν ποιητικά: για τον Σολωμό η επανάσταση του 1821, όπου η ελευθερία έβγαινε «από τα κόκαλα των Ελλήνων τα ιερά», για τον Παλαμά η εποχή της Μεγάλης Ιδέας, όπου ο Ελληνισμός αγωνίσθηκε να πραγματώσει εθνικά όνειρα στους βαλκανικούς και τους άλλους μέχρι το 1922 πολέμους, και, τέλος, για τον Καβάφη, η περίοδος της παρηκμασμένης Αλεξάνδρειας και της φθοράς του Ελληνισμού. Πολύ πιο ειδικά για τον Καβάφη νομίζω ότι στη διαμόρφωση της βιοθεωρίας του έπαιξε σπουδαίο ρόλο και η ομοφυλοφιλία του, η οποία του είχε από τη φύση επιβληθεί.
Η βιοθεωρία, λοιπόν, του Καβάφη δεν παραδέχεται καθόλου την ύπαρξη ελευθερίας μέσα στη ζωή, αλλά την ύπαρξη μιας Ανάγκης, μιας Μοίρας, στην οποία υποκύπτουν άνθρωποι και θεοί. Στο ποίημα «Η κηδεία του Σαρπηδόνος», μέσα σ’ ένα μυθικό-μεταφυσικό πλαίσιο, η ελευθερία του Διός περιορίζεται από το Νόμο. Δεν μπορεί να ανατρέψει το θάνατο του γιου του Σαρπηδόνος.

Βαρυάν οδύνην έχει ο Ζευς. Τον Σαρπηδόνα
εσκότωσεν ο Πάτροκλος. Και τώρα ορμούν
ο Μενοιτιάδης κ’ Αχαιοί το σώμα
ν’ αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.

Αλλά ο Ζευς διόλου δεν στέργει αυτά.
Το αγαπημένο του παιδί–που το άφησε
και χάθηκε —ο Νόμος ήταν έτσι—
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.

Στο ποίημα «Τα άλογα του Αχιλλέως» τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέως, που τα είχε δώσει ως γαμήλιο δώρο ο Ποσειδώνας στο γάμο του Πηλέως, κλαίνε μόλις βλέπουν τον Πάτροκλο

Άψυχο– αφανισμένο,
μια σάρκα τώρα ποταπή – το πνεύμα του χαμένο –
ανυπεράσπιστο – χωρίς πνοή –
εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμμένο απ’ τη ζωή.

Το μεγάλο Τίποτε είναι το τέρμα της ζωής. Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα, όλα τα εξουσιάζει μια τραγική μοίρα. Η ανθρωπότητα είναι, όπως διατυπώνεται λίγους στίχους παρακάτω, «το παίγνιο της μοίρας».
Αλλά ας πάμε σε γνωστότερα ποιήματα του Καβάφη, π.χ. στα «Τείχη».
Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
Μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι κι απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέφτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη,

Διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μη προσέξω.

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως με έκλεισαν από τον κόσμο έξω.

Κανείς δε ζήτησε τη συγκατάθεση του Υποκειμένου, που μέσα στο ποίημα αφηγείται, αν συμφωνεί με τον εγκλωβισμό του μέσα στα τείχη. Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ, ανεπαισθήτως το έκλεισαν μέσα στα τείχη. Δεν υπάρχει γραμμάριο ελευθερίας, δεν υπάρχουν «παράθυρα» διαφυγής προς την ελευθερία, για να θυμηθούμε και το ποίημα «Τα παράθυρα». Εκείνο που υπάρχει είναι ένα τραγικό αδιέξοδο. Τραγικό, γιατί το υποκείμενο συνειδητοποιεί τη θέση του, την ανελευθερία του, την ύπαρξη μιας μοίρας, ενός κόσμου Ανάγκης.
Στο ποίημα «Τρώες» οι προσπάθειές μας, για να ξεφύγουμε την τραγική μοίρα μας, μοιάζουν μ’ εκείνες τις μάταιες προσπάθειες που κάνουν οι Τρώες, για να γλιτώσουν τη μοιραία εξέλιξη των γεγονότων. Η ήττα τους όμως, όπως δηλώνεται μέσα στο ποίημα, είναι βέβαιη.

Είν’ οι προσπάθειές μας, των συφοριασμένων.
Είν’ οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Κομμάτι κατορθώνουμε, κομμάτι
παίρνουμ’ επάνω μας κι αρχίζουμε
νάχουμε θάρρος και καλές ελπίδες.

Μα πάντα κάτι βγαίνει και μας σταματά.
Ο Αχιλλεύς στην τάφρον εμπροστά μας
βγαίνει και με φωνές μεγάλες μας τρομάζει

Είν’ οι προσπάθειές μας σαν των Τρώων.
Θαρρούμε πως με απόφασι και τόλμη
θ’ αλλάξουμε της τύχης την καταφορά.
κ’ έξω στεκόμεθα ν’ αγωνιστούμε.

Αλλ’ όταν η μεγάλη κρίσις έλθει,
η τόλμη κι η απόφασίς μας χάνονται.
Ταράττεται η ψυχή μας, παραλύει.
Κι ολόγυρα από τα τείχη τρέχουμε
ζητώντας να γλυτώσουμε με την φυγή.

Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία. Επάνω
Στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος.
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαιν κ’ αισθήματα.
Πικρά για μας ο Πρίαμος κ’ Εκάβη κλαίνε.

Οι Τρώες έχουν θάρρος και ελπίδα αλλά έχουν συγχρόνως και επίγνωση εκ των προτέρων του μάταιου των προσπαθειών τους. Και όσο κι αν στο ποίημα «Η πόλις» το υποκείμενο διατείνεται ότι

Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ’ αυτή.
Κάθε προσπάθειά μου μια καταδίκη είναι γραφτή.
Κι είναι η καρδιά μου –σα νεκρός– θαμμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμό αυτόν θα μένει.

Ευθύς αμέσως, στους επόμενους στίχους, δίνεται η ακόλουθη απάντηση:

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τις ίδιες θα γερνάς,
Και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φτάνεις. Για τα αλλού –μη ελπίζειςσ–
Δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.

Αυτή είναι η μοίρα των ανθρώπων για τον Καβάφη! Ένας κόσμος ανάγκης που παίρνει διάφορες μορφές: θάνατος, οδυνηρά περιστατικά, ατυχίες, αδιέξοδα, εγκλωβισμοί… κ.ά.

Αυτό λοιπόν είναι ο Καβάφης; Περιγραφή μόνο και αποδοχή αυτής της μοίρας; Μια ηττοπαθής συμμόρφωση, μια εξουθενωμένη στάση μόνο, που καταρρακώνει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, την περηφάνια του; Δε δίνει τουλάχιστον καμιά λύση που να σώζει την ηθική του ανθρώπου; Ένας που πιστεύει πως δεν υπάρχει ελευθερία αυτόματα παραιτείται από κάθε ηθική, αφού ηθική πράξη μόνο σε ένα πλαίσιο ελευθερίας μπορεί να λογιστεί. Αυτό κάνει κι ο Καβάφης;
Η απάντηση βέβαια είναι ότι όχι μόνο δεν παραιτείται αλλά ορθώνει μια γενναία ηθική που στο κέντρο της βρίσκεται η περηφάνια και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Το κακό, τη μοίρα βέβαια δεν μπορεί να τ’ αναιρέσει. Σε όλα τα άλλα, όμως, αντιδρά υπεύθυνα, ανθρώπινα, με ανδρεία, καθώς βρίσκεται αντιμέτωπος με τη συμφορά, αν και έχει βαθιά επίγνωση του χαμένου παιχνιδιού.
Στο ποίημα «Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.Χ.)» ο Σελευκίδης Δημήτριος αποτυχαίνει στο σχέδιό του να επανασυστήσει την πατρίδα του Συρία και πολύ απογοητεύεται. Μα

Μες στη μαύρη απογοήτευσή του
ένα μονάχα λογαριάζει πια
με υπερηφάνειαν. Που κ’ εν τη αποτυχία του,
την ίδιαν ακατάβλητην ανδρεία στον κόσμο δείχνει.

Στο ποίημα «Τα άλογα του Αχιλλέως» ο Δίας, ενώ ξέρει ποιο είναι το πεπρωμένο του ανθρώπου και το οποίο δεν μπορεί να το ανατρέψει, ωστόσο λυπάται για το θάνατο του Πατρόκλου και τα άλογα κλαίνε. Αυτό το κλίμα συγκίνησης μπροστά στο θάνατο είναι πολύ ανθρώπινο, εθιμικό και ηθικό.
Στην κηδεία του γιου του Σαρπηδόνος ο Δίας πάλι, ενώ δεν μπόρεσε να τον προστατέψει από τον θάνατο, ωστόσο θα βαλθεί να τον τιμήσει με μια αξιοπρεπή κηδεία, που θα γίνει με όλα τα «πρεπά» (τιμές, θρήνοι, σπονδές), όπως περιγράφονται στο εν λόγω ποίημα.
Οι Τρώες, αν κι έχουν εκ των προτέρων επίγνωση της μοίρας τους, ότι δηλαδή η «πτώσις» τους είναι βεβαία, αγωνίζονται γενναία κι έχουν θάρρος και καλές ελπίδες. Στο ποίημα «Η πόλις», αν και γνωρίζει ότι «δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό», εξατομικεύει την περίπτωση, αναλαμβάνει ευθύνες που δεν υπάρχουν, θεωρώντας ότι το φταίξιμο είναι δικό του. Νιώθει μάλιστα και τύψεις! (Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κώχη τούτη τη μικρή σ’ όλη τη γη τη χάλασες).
Μπροστά στο κακό δηλαδή διατηρεί τη συνείδησή του άγρυπνη και αντιδρά σαν ηθική προσωπικότητα. Αυτό που γυρεύουμε δηλαδή στη συμπεριφορά ανθρώπων, και δεν το βρίσκουμε δυστυχώς, που δεν έχουν τη ρεαλιστική βιοθεωρία του Καβάφη για το μεγάλο Τίποτε, αλλά αντίθετα διαθέτουν μεταφυσικές πίστεις και στον εξοπλισμό τους κουβαλούν πολλές φορές χριστιανικά ή και γενικότερα ανθρωπιστικά αξιώματα. Ο Καβάφης μού φαίνεται κάτι σαν άγιος χωρίς θεό! Και η ηθική του πολύ υψηλή και παράλογα γενναία.

Ύστερα, αν και είναι φυσιολογικό, σε κάθε περίπτωση, ένας άνθρωπος που δοκιμάζεται από τη μοίρα του να βαρυγκομά από τον ψυχικό πόνο που νιώθει, να στενάζει, ο Καβάφης αποφεύγει προσεκτικά τις εκφάνσεις αυτού του είδους που τον εκθέτουν στο κοινωνικό σύνολο και υποβαθμίζουν την αξιοπρέπειά του.
Για να φωτίσουμε καλύτερα τη θέση του σ’ αυτό το σημείο, παραθέτουμε το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», που θεωρείται κιόλας ένα πολύ αντιπροσωπευτικό ποίημα του Καβάφη και σχετίζεται με την καβαφική αξιοπρέπεια μπροστά στην απώλεια.

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές —
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλητα θρηνήσεις.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου,
μάταιες ελπίδες τέτοιες μη καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και τα παράπονα,
ως τελευταία απόλαυση τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
και αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, την παραμονή της μεγάλης επίθεσης του Οκταβιανού ενάντια στην Αλεξάνδρεια (Αύγουστος του 30 π.Χ.), ξαφνικά ακούστηκε να περνάει ένας θορυβώδης μουσικός θίασος «με μουσικές εξαίσιες, με φωνές» που χόρευε με βακχικούς αλαλαγμούς. Ο θίασος κατευθυνόταν προς την έξοδο της Αλεξάνδρειας και αυτό θεωρήθηκε κακό σημάδι για τη ζωή του Μάρκου Αντώνιου. Συγκεκριμένα, θεωρήθηκε ότι ο θεός Διόνυσος, προστάτης του Αντώνιου, έφευγε με την ακολουθία του, εγκαταλείποντάς τον. Εξού και ο τίτλος του ποιήματος: Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον. Σ’ αυτό το σημείο ακριβώς ο ποιητής στρέφεται προς τον Αντώνιο, που συμβολοποιεί τον καθένα μας, και τον νουθετεί για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσει τη συμφορά που τον βρίσκει. Ασφαλώς, ο Οκταβιανός θα καταλάβει τη Αλεξάνδρεια και θα κοσμήσει το θρίαμβό του στη Ρώμη και με τον Αντώνιο. Χάνει τα πάντα και βρίσκεται μια στιγμή πριν από το τέλος της ζωής του. Σε τέτοιες περιστάσεις, όπως είπαμε ήδη, το φυσιολογικό είναι ένας άνθρωπος να χάνει την ψυχραιμία του και να θρηνεί μπροστά στην αναπόφευκτη απώλεια. Ο ποιητής όμως εδώ τον συμβουλεύει να μη λιποψυχήσει, να μη θρηνήσει «ανοφέλετα», αλλά «σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, σαν που ταιριάζει» σ’ αυτόν που αξιώθηκε να ζήσει σε μια τόσο όμορφη πόλη, να αποχαιρετήσει την Αλεξάνδρεια που χάνει! Συμβουλεύει, δηλαδή, τον Αντώνιο, αντί να κλαίει και να θρηνεί, να αντιμετωπίσει την απώλεια-συμφορά, με ψυχραιμία και αξιοπρέπεια. Αυτή η αξιοπρέπεια είναι το κέντρο της καβαφικής ηθικής και αποτελεί μιαν οδυνηρή διάσταση ελευθερίας. Διάσταση ελευθερίας, γιατί καλούμαστε να διαλέξουμε αντί του θρηνείν το «μη ανοφέλετα θρηνήσεις». Οδυνηρή, γιατί, για να επιδειχτεί μια τέτοια αξιοπρέπεια, δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα. Χρειάζεται μια γενναία πάλη του ανθρώπου με τα συναισθήματά του.
Αυτή την εσωτερική πάλη μπορούμε να την παρακολουθήσουμε στο ποίημα «Άγε, ω Βασιλεύ Λακεδαιμονίων».

Δεν καταδέχονταν η Κρατησίκλεια
Ο κόσμος να την ιδεί να κλαίει και να θρηνεί
Και μεγαλοπρεπής εβάδιζε και σιωπηλή.
Τίποτε δεν απόδειχνε η ατάραχη μορφή της
Απ’ τον καϋμό και τα τυράννια της.
Μα όσο και νάναι μια στιγμή δεν βάσταξε
και πριν στο άθλιο πλοίο μπει να πάει στην Αλεξάνδρεια,
πήρε τον υιό της στον ναό του Ποσειδώνος
και μόνοι σαν βρεθήκαν τον αγκάλιασε
και τον ασπάζονταν, «διαλγούντα» λέγει
ο Πλούταρχος και «συντεταραγμένον».
Όμως ο δυνατός της χαρακτήρ επάσχισε
και συνελθούσα η θαυμασία γυναίκα
είπε στον Κλεομένη «Άγε ω βασιλεύ
Λακεδαιμονίων, όπως επάν έξω
γεννώμεθα, μηδείς ίδη δακρύοντας
ημάς μηδέ ανάξιόν τι της Σπάρτης
ποιούντας. Τούτο γαρ εφ’ ημίν μόνον.
Αι τύχαι δε, όπως αν ο δαίμων διδώ, πάρεισι».

Και μες στο πλοίο μπήκε, πηγαίνοντας προς το «διδώ».

Ο Κλεομένης, βασιλιάς της Σπάρτης (246 π.Χ.;), θέλοντας να ανασυστήσει το χαμένο μεγαλείο της Σπάρτης, για να λάβει βοήθεια από τον Πτολεμαίο της Αιγύπτου προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Άραττο, είναι υποχρεωμένος να δώσει ως όμηρο τη μητέρα του Κρατησίκλεια, την οποία υπεραγαπούσε. Το ποίημα μας αφηγείται όσα συνέβησαν στο Ταίναρο λίγο προτού η Κρατησίκλεια μπει στο πλοίο που θα την πάει στην Αλεξάνδρεια. Αν και η εσωτερική συναισθηματική της κατάσταση είναι βασανιστική, βαδίζει υπερήφανη, χωρίς να φαίνεται στο πρόσωπό της κάτι από τα βάσανά της. Την τελευταία στιγμή προτού μπει στο πλοίο παίρνει το γιο της Κλεομένη στο ναό και εκεί διαμείβεται ό,τι αφηγείται ο Πλούταρχος και επαναλαμβάνει ο Καβάφης. Ο Κλεομένης είναι γεμάτος ψυχικό άλγος και ταραγμένος. Η Κρατησίκλεια τον αγκάλιασε και τον φιλούσε, αλλά, αφού συνήλθε η θαυμάσια γυναίκα, του είπε: «Μπρος, βασιλιά των Λακεδαιμονίων, όταν βγούμε έξω από τον ναό, κανένας να μη μας δει να κλαίμε κάνοντας έτσι πράγμα ανάξιο της Σπάρτης. Άλλωστε δεν μας μένει τίποτε άλλο παρά να πάω στην Αλεξάνδρεια, γιατί η ζωή μας έρχεται όπως αν διδώ, όπως μας τη δίνει ο δαίμων». Και μες στο πλοίο μπήκε να πάει στο διδώ. Δεν ήταν καθόλου εύκολο για την Κρατησίκλεια να δείξει αυτή την ψύχραιμη και περήφανη στάση. Ήταν αποτέλεσμα σκληρής εσωτερικής πάλης.
Τέλος, ο Καβάφης ορθώνει καθαρά και μια στάση υψηλού ηθικού χρέους του ανθρώπου μπροστά στα δεινά της ζωής. Ας θυμηθούμε τις καβαφικές «Θερμοπύλες».

Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες
ποτέ από το χρέος μη κινούντες.

Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

Αυτό το χρέος βρίσκεται αυστηρά μέσα στο πλαίσιο μιας απόλυτα πνευματικής καθαρότητας, όπου ισχύει η πρακτική ανιδιοτέλεια. Αυτό ακριβώς συνιστά την έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Κι αυτή είναι η καβαφική στάση απέναντι στην ανθρώπινη μοίρα: η αξιοπρέπεια, που αποτελεί, όπως είπαμε, μια δυναμική διάσταση της ελευθερίας.

πηγή

10 τραγούδια σε ποίηση Κ.Π. Καβάφη

 

Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον-Άλκηστις Πρωτοψάλτη

 

 

Γενάρης 1904-Κώστας Θωμαϊδης-Γιώργος Νεράντζας

 

Γκρίζα-Ελευθερία Αρβανιτάκη

 

Επέστρεψε-Κώστας Θωμαϊδης

 

Επιθυμίες-Γιάννης Παλαμίδας

 

Έτσι Πολύ Ατένισα-Μανώλης Μητσιάς

 

Η Πόλις-Άλκηστις Πρωτοψάλτη-Χρήστος Λεττονός

 

Θάλασσα του πρωϊού-Αλκίνοος Ιωαννίδης

 

Ιθάκη-Γιάννης Γλέζος

 

Μέρες του 1903-Δημήτρης Ψαριανός

 

Ο Καβάφης πάει σχολείο

illust_1200x1000-09_900x750Το Αρχείο Καβάφη και η Στέγη μπαίνουν για τρίτη χρονιά στη σχολική τάξη και, μιλώντας τη γλώσσα των μαθητών, φέρνουν την καβαφική ποίηση στα θρανία με τον πλέον βιωματικό τρόπο.

Μέσα από έξι πρωτότυπα εργαστήρια, που πραγματοποιούνται από καλλιτέχνες και λογοτέχνες, προσεγγίζουμε τα «ιερά» και, πιθανώς, δυσπρόσιτα κείμενα του Αλεξανδρινού ποιητή, αξιοποιώντας τα εργαλεία των πλέον «απρόβλεπτων» τεχνών. Αυτή η δημιουργική και πρωτότυπη ανάγνωση βοηθά τους μαθητές στην καλύτερη κατανόηση και ερμηνεία των ποιημάτων του, ενώ το υλικό που θα προκύψει θα αναδείξει το σύγχρονο χαρακτήρα της καβαφικής ποίησης.

Φέτος, το πρόγραμμα «Ο Καβάφης πάει σχολείο» ταξιδεύει στην περιφέρεια και καταλήγει στην Άνδρο, φέρνοντας μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου της περιοχής σε επαφή με το έργο του Αλεξανδρινού ποιητή.

Διαβάζοντας Καβάφη… ψηφιακά

Οι λέξεις ελευθερώνονται από τα στενά όρια του βιβλίου και γίνονται βίντεο ή ψηφιακή εικόνα. Με πηγή έμπνευσης τα καβαφικά ποιήματα, οι μαθητές χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες και δημιουργούν ψηφιακά έργα, παρουσιάζοντας τους στίχους σε διαφορετικά περιβάλλοντα.
Συντελεστές:
Μαρία Βαρελά (εικαστικός) και Θοδωρής Χιώτης (ποιητής)

Κι αν ο Καβάφης ήταν κόμικς;

Τα ποιήματα του Καβάφη γίνονται κλασικά εικονογραφημένα! Πώς θα ήταν άραγε η «Ιθάκη» σε εικόνες; Οι καβαφικοί στίχοι ζωντανεύουν καθώς οι μαθητές δημιουργούν τα δικά τους κόμικς.
Συντελεστές:
Παναγιώτης Ιωαννίδης (ποιητής) και Αλέξια Οθωναίου (εικονογράφος κόμικς)

Ένα σχολείο γεμάτο… Καβάφη

Χρησιμοποιώντας διάφορες τέχνες και τεχνικές (κολάζ, απαγγελίες κ.ά.), μετατρέπουμε το χώρο του σχολείου στο απόλυτο καβαφικό περιβάλλον! Με ένα εικαστικό έργο μεγάλης κλίμακας και άλλες βιωματικές δράσεις, το σχολείο μας αποκτά… ατμόσφαιρα Αλεξάνδρειας!
Συντελεστές:
ΗΟ PE (εικαστικός) και Χρήστος Χρυσόπουλος (συγγραφέας)

Οι στίχοι του Καβάφη σε… χιπ-χοπ τραγούδι

Πώς θα μπορούσε να αποδοθεί το ποίημα «Φωνές» σε τραγούδι; Η Στέγη και το Αρχείο προ(σ)καλούν μαθητές και καθηγητές να διαβάσουν με εντελώς εναλλακτικό τρόπο το έργο του ποιητή. Σε ρυθμούς… χιπ χοπ!
Συντελεστές:
Jeff Gonzalez (μουσικός παραγωγός, καλλιτέχνης χιπ-χοπ) και Κατερίνα Ηλιοπούλου (ποιήτρια)

Το καβαφικό έργο… μέσα από το φωτογραφικό φακό

Καβάφης: Ένας ποιητής, χιλιάδες εικόνες. Με ποιον τρόπο μπορούμε να απεικονίσουμε το ποίημα «Ένας γέρος»; Εντοπίζουμε εικόνες της καθημερινότητάς μας που θα μπορούσαν να ανήκουν σε κάποιο από τα καβαφικά ποιήματα και τις απαθανατίζουμε φωτογραφικά.
Συντελεστές:
Μαριλένα Σταφυλίδου (φωτογράφος) και Μαρία Τοπάλη (ποιήτρια)

Ο Καβάφης… ως performance

Πώς μπορεί να βιώσει κανείς τους στίχους του Καβάφη «Ξένος εγώ ξένος πολύ»; Στο εργαστήριο αυτό, το έργο του ποιητή ζωντανεύει μέσα από ποικιλία μεθόδων που προάγουν την αυτοέκφραση και το χτίσιμο δυνατών δεσμών στην ομάδα.
Συντελεστές:
Μαίρη Ζυγούρη (εικαστικός) και Θωμάς Τσαλαπάτης (ποιητής)

Σε συνεργασία με το Ν.Π.Δ.Δ. Πολιτισμού του Δήμου Άνδρου

Ο Kαβάφης στα θρανία | Σκηνές από το πρόγραμμα «Ο Καβάφης πάει σχολείο»Ημερομηνίες:
Οκτώβριος 2015 – Μάιος 2016
(8 τρίωρες συναντήσεις που πραγματοποιούνται μέσα σε ένα δίμηνο)

Κόστος συμμετοχής:
Δωρεάν

Διαδικασία αίτησης και επιλογής:
Υποβολή αίτησης συμμετοχής στο education@sgt.gr μέχρι τις 16 Οκτωβρίου 2015.
Οι απαντήσεις θα δοθούν μέχρι τις 21 Οκτωβρίου 2015.
Οι σχολικές ομάδες που θα επιλεγούν θα μπορούν να παρακολουθήσουν από ένα εργαστήριο η καθεμία.

Γιατί ο Κωστής Παλαμάς απαξίωσε την ποίηση του Καβάφη, ενώ ο Ξενόπουλος τον υμνούσε…

CAVAFY_1.jpgΟ Κωνσταντίνος Πέτρου Καβάφης γεννήθηκε στις 29 Απριλίου του 1863 στην Αλεξάνδρεια. Οι γονείς του είχαν καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη, αλλά από τα μέσα του 1850 εγκαταστάθηκαν στην Αλεξάνδρεια κι ο πατέρας του Καβάφη έγινε καταξιωμένος έμπορος βαμβακιού με πολλές διασυνδέσεις στο εξωτερικό. Ο Κωνσταντίνος πέρασε τα παιδικά του χρόνια πλουσιοπάροχα και ξέγνοιαστα μέχρι το θάνατο του πατέρα του 1870. Ήταν μόλις επτά χρονών όταν ορφάνεψε. Η απώλειά του προκάλεσε απόγνωση στη 10μελή οικογένεια που έπρεπε να διαχειριστεί και μια απαιτητική επιχείρηση σε μια δυναμική και απρόβλεπτη αγορά….
Η οικογένεια του Καβάφη λίγο καιρό αργότερα μετακόμισε την Αγγλία, ύστερα από απόφαση της μητέρας του ποιητή. Ο πατέρας του εξήγαγε συχνά προϊόντα στο Λίβερπουλ, πόλη με μεγάλο λιμάνι και σημαντική εμπορική δραστηριότητα κι έτσι η οικογένεια έζησε εκεί για επτά χρόνια. Ο Καβάφης πέρασε τα επόμενα χρόνια της εφηβείας του στο Λονδίνο, όπου σπούδασε και ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την ποίηση. Εντυπωσιάστηκε με τον λυρισμό του Σαίξπηρ και την σκοτεινιά του Όσκαρ Ουάιλντ. Η εταιρία- κολοσσός που είχε δημιουργήσει ο Πέτρος Καβάφης, πατέρας του Κωνσταντίνου, πέρασε στην διοίκηση των παιδιών του. Τα μεγαλύτερα αδέρφια όμως του Καβάφη απέτυχαν. Παράλληλα με την οικονομική κρίση του 1873, η εταιρία χρεοκόπησε και πολλοί ήταν οι πελάτες που απαιτούσαν να πάρουν τα λεφτά τους πίσω. Η οικογένεια για να ξεφύγει αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αλεξάνδρεια. Έμεινε εκεί μέχρι το 1882. Την ίδια χρονιά ξεκίνησαν οι συγκρούσεις την Αίγυπτο μεταξύ Ευρωπαίων και Αιγυπτίων. Αποτέλεσμα ήταν και η μαζική φυγή πολλών Ελλήνων. Οι Καβάφηδες πήγαν στην Κωνσταντινούπολη. Στις 11 Ιουνίου του 1882 ο βρετανικός στόλος βομβάρδισε την Αλεξάνδρεια. Το πατρικό σπίτι του Καβάφη χτυπήθηκε και μέσα στα ερείπια και τη φωτιά χάθηκαν όλα τα γραπτά και τα βιβλία που ο Καβάφης είχε συλλέξει με επιμέλεια….

Κωνσταντινούπολη και επιστροφή στην Αλεξάνδρεια

adelfiaΤα τρία χρόνια που έζησε ο Καβάφης στην Κωνσταντινούπολη έμενε με την μητέρα του και τους αδερφούς του στο σπίτι του παππού τους. Οι οικονομικές δυσκολίες ήταν τεράστιες και η έλλειψη προσωπικού χώρου ενέτεινε το πρόβλημα. Παρόλα αυτά, ο Καβάφης συνέχισε να γράφει ποιήματα. Ήταν και η πρώτη φορά που έκανε έρωτα με άνδρα και ανακάλυψε οριστικά την σεξουαλική του κλίση, μετά τους πειραματισμούς του στην Αγγλία. Ύστερα από παρότρυνση των μεγαλύτερων αδερφών του, ο Καβάφης το 1885, γύρισε στην αγαπημένη του Αλεξάνδρεια. Εργάστηκε σαν δημοσιογράφος σε αλεξανδρινές εφημερίδες και ως βοηθός ενός αδερφού του σε χρηματιστηριακή εταιρία. Έπειτα από ραντεβού προσλαμβάνεται στην Υπηρεσία Αρδεύσεων της Αλεξάνδρειας. Δεν του άρεσε η θέση και η ρουτίνα του γραφείου, αλλά παρέμεινε εκεί 30 χρόνια μέχρι που τελικά παραιτήθηκε το 1922. Σιχαινόταν την δουλειά του δημόσιου υπάλληλου και εργαζόταν μόνο για βιοποριστικούς λόγους.

Η Ελλάδα και ο Παλαμάς…
Ο Καβάφης έζησε με την μητέρα μέχρι τον θάνατο της το 1899 και έπειτα με τους ανύπαντρους αδερφούς του. Τα χρόνια που έζησε μόνος επικεντρώθηκε στην συγγραφή ποιημάτων. Ίσως λόγω της φύσης ορισμένων ποιημάτων του που ήταν ερωτικά με ομοφυλοφιλικά υπονοούμενα, ο Καβάφης προτίμησε να μην τα εκδώσει. Αρκέστηκε στο να τα διαβάζει και να τα διανέμει σε λίγους φίλους και αγαπημένα του πρόσωπα. Στο πρώτο ταξίδι που έκανε στην Ελλάδα γνώρισε τον συγγραφέα Γρηγόρη Ξενόπουλο και δημιούργησαν μια δυνατή φιλία. Ο Καβάφης του έστελνε ταχυδρομικά τα ποιήματα του. Το 1903 ο Γρηγόριος Ξενόπουλος δημοσιεύει ένα άρθρο στην εφημερίδα «Παναθήναια» σχετικά με το ποιητικό έργο του Καβάφη. Τον συστήνει στην ελληνική διανόηση που αμέσως αναγνωρίζει το ταλέντο και την αυθεντικότητα των ποιημάτων του, καθώς δε μιμείται κανένα γνωστό ποιητικό στυλ. Τα ποιήματά του έχουν μια εξαιρετική δύναμη. Ο ποιητής γίνεται ευρέως γνωστός στην Ελλάδα και αρκετά σημαντικά πρόσωπα της λογοτεχνία, έπειτα από την ανάγνωση του άρθρου ταξίδεψαν στην Αλεξάνδρεια στο σπίτι του συγγραφέα για να συζητήσουν και να τον δουν από κοντά. Εκείνη περίπου την εποχή ξεκίνησε και η κόντρα του με τον ποιητή Κωστή Παλαμά. Ο Παλαμάς , ο κυριότερος εκπρόσωπος ποιητών της γενιάς του 1880, μιας γενιάς που γνώριζε σταδιακή παρακμή, δεν υποδέχτηκε με τον καλύτερο τρόπο τα καινούρια μορφολογικά μονοπάτια πάνω στα οποία πατούσε η ποίηση του Καβάφη. Ο Παλαμάς σε αντίθεση με τον κοσμοπολίτη Καβάφη δεν είχε ταξιδέψει στο εξωτερικό και ο λυρισμός της ποίησης του πήγαζε κυρίως από την περιγραφή της φύσης. Ο στίχος του ήταν κατά κύριο λόγο έμμετρος, γραμμένος στη δημοτική και εμπλουτισμένος με πολλά κοσμητικά επίθετα. Ο Καβάφης έφερε μοντέρνες τεχνοτροπίες με ελεύθερο στίχο. Τα θέματα που τον απασχολούσαν ήταν τόσο διαφορετικά… Αυτό δεν άρεσε καθόλου στον Παλαμά που δήλωνε ότι «τα ποιήματά του Καβάφη ομοιάζουν με ρεπορτάζ από τους αιώνες και όχι από τα καλύτερα». Δεν δίστασε να κάνει λόγο και για «ανορθόδοξη ερωτική θεματογραφία». Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος αργότερα σχολίασε για την κόντρα του Παλαμά με τον Καβάφη: «Τεράστιο θέμα αυτό. Ο Παλαμάς άλλοτε ήταν λυσσασμένος απέναντι στον Καβάφη και άλλοτε πιο μετριοπαθής στις δηλώσεις του. Φοβούνταν τον Καβάφη διότι διαισθανόταν ότι το μέλλον ανήκει στον Καβάφη, που κατέκτησε την παγκόσμια αποδοχή. Ο μεγάλος Παλαμάς κατέρρευσε, και αυτό είναι γεγονός. Δεν ενδιαφέρει πια κανέναν η κόντρα μεταξύ τους. Ο Καβάφης, όπως είχα πει και στο παρελθόν, καλπάζει! Ξέρεις τι θα πει να πληθαίνουν οι άνθρωποι που σ’ αγαπούν και σε πιστεύουν; Ας αναλογιστούμε πόσοι σήμερα έχουν αυτή την τύχη»….

 

«Αν ο Καβάφης δεν ήταν ομοφυλόφιλος, δεν θα ήταν ο Καβάφης» Έτσι ξεκινά ένα αφιέρωμα για τον Καβάφη στο «Περιοδικό της Ελληνικής Διασποράς/Journal of the Hellenic Diaspora». Κάποιοι έκριναν τον Καβάφη για την ομοφυλοφιλία του. Ο ποιητής όμως δεν έγραψε μόνο ποιήματα ερωτικά. Άλλωστε, η ποιητική του συλλογή είναι χωρισμένη σε ποιήματα Φιλοσοφικά, Ερωτικά και Ιστορικά. Ο Καβάφης υπήρξε λάτρης της ιστορίας κυρίως της ελληνικής και της ρωμαϊκής. Αυτή η γνώση αποτυπώνεται και σε αρκετά ποιήματα του  όπως είναι οι Θερμοπύλαι,  Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον και Περιμένοντας τους βαρβάρους. Το 1930 διαγνώστηκε με καρκίνο στον λάρυγγα και το 1932 υποβλήθηκε σε τραχειοτομή. Στις 29 Απριλίου του 1933, ανήμερα των γενεθλίων του πέθανε στο Ελληνικό Νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας. Ήταν 70 χρόνων. Ο Καβάφης ήταν σαρωτικός στη θεματολογία του. Ζητήματα όπως ο θάνατος, η απελπισία, η μοναξιά, η αισιοξοδία, η ευρυμάθεια, η θλίψη του παρελθόντος και το άγχος του μέλλοντος αγγίζονται με τη  μοναδική του γραφή και αντέχουν σε όλες τις κοινωνίες, σε όλο τον κόσμο όπου έχουν μεταφραστεί. «Η Ιθάκη», όπου αναδεικνύει την αξία της διαδρομής και τα βιώματα του ταξιδιού, που είναι όλη μας η ζωή, έχει επηρεάσει την παγκόσμια λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και το θέατρο. Στίχοι από τα ποιήματά του έχουν μπει στην καθημερινή επικοινωνία για να δηλώσουν σκέψεις και συμπεράσματα, όπως «και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους» ή «Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι» ή «αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις»….
Έχει χαρακτηριστεί από τους Βρετανούς λογοτέχνες ως ο Ποιητής των Ποιητών (Poet’s Poet) επειδή είναι ο πιο αγαπητός ποιητής, ειδικά ανάμεσα στους έφηβους, που τελικά τον διαβάζουν μέχρι την ώριμη ηλικία. Ψέματα;…

 

πηγή

Γεωργία Λαδογιάννη, Tα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου

Η φράση «τα σοβαρά γραφόμενα του Αρτεμιδώρου» είναι ο τελευταίος στίχος από το ποίημα «Μάρτιαι Ειδοί» (1906, 1910). Μας χωρίζουν περισσότερα από 100 χρόνια από τη σύλληψη και τη δημοσίευση του ποιήματος. Ο Καβάφης όμως έκανε την ποίηση να μην έχει σύνορα. Ούτε στον χρόνο ούτε στον τόπο. Στο ποίημα «Μάρτιαι Ειδοί» στοχάζεται να μιλάει στον Ιούλιο Καίσαρα και να του λέει το μοιραίο του λάθος: ότι η δολοφονία του από τον Βρούτο και τον Κάσσιο δεν θα είχε γίνει αν έδινε σημασία στον σοφιστή Αρτεμίδωρο και στα λόγια του, που τον προειδοποιούσαν να προσέχει την ημέρα των Μάρτιων Ειδών.image0000299B

Όμως, η ιστορία του Καίσαρα, με τον τρόπο που την φωτίζει ο Καβάφης, μιλάει για την εποχή μας. Υπάρχουν και στη δική μας εποχή, οι περιώνυμοι άνθρωποι, οι απορροφημένοι από την άσκηση της εξουσίας που αδιαφορούν για τα ουσιαστικά πράγματα· έχουν χάσει το μέτρο της ζωής. Αναρωτιόμαστε πόσο αυτοί «ακούνε» τον Αρτεμίδωρο, το τι δηλαδή τους λέει ο άνθρωπος, από τα βάθη της Ιστορίας του. Ο ποιητής (και εμείς μαζί του) φοβάται τες φιλοδοξίες της εξουσίας κάθε εποχής, αυτές που οδήγησαν τον Καίσαρα στη Σύγκλητο (όπου έγινε ο φόνος), γι’ αυτό φωνάζει δυνατά τη φράση-στίχο, με την οποία ξεκινά το ποίημα: τα μεγαλεία να φοβάσαι, ω ψυχή.

Για τον Καβάφη η Ιστορία δεν είναι χρονική ακολουθία που απομακρύνει τις εποχές και τα γεγονότα αλλά απόθεμα από ισοδύναμες δράσεις. Η ποιητική του όραση ασκεί την ευαισθησία της και οξύνει την κρίση της –να μην ξεχνάμε τις δύο βασικές εκδηλώσεις του Καβάφη: του αισθητή και του σοφιστή– μελετώντας τον άνθρωπο, πάνω στη δράση του. Έτσι η Ιστορία γίνεται μελέτη βίου. Μέσα στην Ιστορία βλέπει τον άνθρωπο να αντιμετωπίζει ξανά ερωτήματα που είχαν τεθεί στο παρελθόν ή να ηττάται με τρόπο μοιραίο, ενώ ήταν στη δική του επιλογή να σωθεί και να αποφύγει την ήττα.

Διαβάζοντας σήμερα την ποίησή του, έχουμε μια εικόνα της Ανθρώπινης Περιπέτειας. Η ίδια η ζωή εξάλλου του Καβάφη, σε εποχή κρίσιμη και τόπο σημαδεμένο από την ιστορία, του έδινε αρκετά κίνητρα για έναν αναστοχασμό πάνω στο ξετύλιγμα της ζωής λαών και πολιτισμών που είχαν περάσει και είχαν ζήσει στον ίδιο τόπο, από την αρχαία εποχή μέχρι τις δικές του μέρες.

Κι ήταν ακόμη οι προσωπικές δυσκολίες, κυρίως εξαιτίας της ερωτικής του αίρεσης· τις αντιμετωπίζει μέσα από μια θεωρία βίου, που είναι μια αναγκαία περιφρούρηση της δικής του θέσης. Αναστατώσεις από μεταβολές συμβαίνουν και στη ζωή της οικογένειας. Μετά το θάνατο (1870) του πατέρα Πέτρου Καβάφη, ο ποιητής βιώνει την σταδιακή παρακμή του εμπορικού οίκου βάμβακος και έχει να λύσει το πρόβλημα του βιοπορισμού του, που το κάνει με την εξασφάλιση της θέσης του Υπαλλήλου στην Αγγλική Εταιρεία Υδάτων, όπου εργάστηκε ως το τέλος.

Αλλά και οι πόλεις που γνώρισε και έζησε στα παιδικά και εφηβικά του χρόνια είναι πόλεις με φορτία Ιστορίας και ηγεμονικές μνήμες: Αλεξάνδρεια, Λονδίνο, Κωνσταντινούπολη και ξανά Αλεξάνδρεια, για μόνιμη εγκατάσταση. Είναι οι πόλεις της οικογενειακής του μετοικεσίας που κράτησε περίπου 15 χρόνια. Επειτα, στον τόπο της μόνιμης εγκατάστασης, βιώνει τα ανοιχτά προβλήματα της σύγχρονης αποικιακής Αλεξάνδρειας, μιας πόλης που καταφέρνει, ωστόσο, να διατηρεί τη μνήμη του ελληνιστικού της παρελθόντος, όπως και την πολιτισμική της ταυτότητα, που είναι μια ταυτότητα του κράματος.

Η εικόνα της ανθρώπινης περιπέτειας συγκροτείται σταδιακά, μέσα από ένα σώμα 250 περίπου ποιημάτων (τα 154 είναι αναγνωρισμένα –και δημοσιευμένα– από τον ποιητή), που όμως φαίνεται να ξετυλίγεται από ποίημα σε ποίημα, σαν ένα «ποίημα εν προόδω» (όπως το χαρακτήρισε ο πρώτος εκδότης, μετά το θάνατο του Καβάφη, στα 1935, ο Αλέκος Σεγκόπουλος και το επανέλαβε ο Σεφέρης για τα ποιήματα μετά το 1910), που γράφεται από τη δεκαετία του 1880 μέχρι την ημέρα του θανάτου του, στις 29 Απριλίου του 1933.

Κατά την πορεία για την ολοκλήρωση αυτού του «ποιήματος εν προόδω» ακούμε να μιλάνε, να στοχάζοντα ή να ακούνε κάποιον ομιλητή, πρόσωπα γνωστά από την Ιστορία: Αλκιβιάδης, Αντώνιος, Λαγίδες, Δαρείος, Κλαύδιος, Σελευκίδες, Πτολεμαίοι, Αντίοχοι, Δημήτριος Σωτήρ, Καισαρίων, Οροφέρνης, Μύρης, Ιουλιανός, αλλά και αγνωστα, πρόσωπα-κομπάρσοι, όπως τα έχουνε ονομάσει για να δείχνουν τη θεατρική συνάφεια στο έργο του Καβάφη: τα μέλη ενός θιάσου του Διονύσου, ο λατρευτός του Βάλα («Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα», 1916, 1921) ο στρατιώτης του λαμπρού στρατεύματος που έπεσε στη μάχη της Μαγνησίας («Η μάχη της Μαγνησίας» 1913, 1916), ο πραματευτής που φτάνει στην Αλεξάνδρεια την ημέρα της ήττας στο Ακτιο («Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια», 1917, 1924), ο ηθοποιός (el actor) και οι αρωματισμένοι Σιδώνιοι νέοι («Nέοι της Σιδώνος (400 π.X.)», 1920).

Και βέβαια είναι και τα περιστατικά που σχετίζονται με αυτά τα πρόσωπα. Τα πρόσωπα όπως και τα περιστατικά μας δίνουν μια «άλλη» Ιστορία και όχι την επίσημη της κοινής σχολικής μας γνώσης. Η καβαφική ανάγνωση, κατά πρώτον, επιλέγει συμβάντα και μερικές φορές και πρόσωπα που ελάχιστα ή καθόλου δεν έχουν απασχολήσει την επίσημη Ιστορία και, δεύτερον, η περιγραφή τους γίνεται με αφήγηση κλειστής εστίασης.

Στο στενό κύκλο που φωτίζεται με την αφήγηση, ο χρόνος χωράει μόνο συμπυκνωμένος. Το ίδιο και η πράξη· είναι πάντα πράξη καταληκτική και τελεσίδικη, που θα πει ότι έχει προηγηθεί μια σειρά από πράξεις αλλά η καβαφική διόπτρα εστιάζει μόνο στην τελευταία, στην οποία εμπεριέχονται και όλες οι προηγούμενες, γιατί όλες την προετοίμαζαν. Συμπύκνωση λοιπόν και της δράσης, εκτός εκείνης του χρόνου. Αυτή είναι η τεχνική της καβαφικής ανάγνωσης της Ιστορίας. Σε κάθε ποίημα έχει κατασταλάξει η ουσία ενός μείζονος γεγονότος, που ανασυγκροτείται από τον αναγνώστη, γι’ αυτό κανένα ποίημα του Καβάφη δεν τελειώνει με το τέλος της ανάγνωσής του· το τέλος της ανάγνωσης είναι μέρος και όχι το όλον την επικοινωνίας μας με την ποίησή του.

Η κλειστή εστίαση δείχνει τον σημαντικό ρόλο που έχει η «στιγμή», σαν η πιο μικρή μονάδα του χρόνου ή σαν η μέγιστη συμπύκνωσή του. Ο Καβάφης «διαβάζει» στιγμές και βλέπει την Ιστορία σαν μια δράση πάνω στη λεπτή ακμή ενός μαχαιριού. Η ισορροπία, εδώ, είναι νόμος επιβίωσης. Η διαταραχή της φέρνει μοιραία την πτώση. Μέσα σε αυτή τη «στιγμή» θα βρεθούν όλα σχεδόν τα πρόσωπα του Καβάφη, που ανήκουν στην πραγματική ή στην ποιητική Ιστορία. Εκεί κρίνεται η ζωή και ο θάνατος, το ήθος και ο κυνισμός, το θεσπέσιο και το ευτελές, η δόξα και η ήττα, η έπαρση και η σοφία. Εκτός από τη δράση των ατόμων κρίνεται και η δράση των εθνών στη μοιραία «στιγμή». Εδώ, ανήκει η στάση όχι μόνο του ενός ήρωα αλλά και του λαού.

Από την άποψη του χρονοτόπου, η ανάγνωση της Ιστορίας παρακολουθεί πόλεις και περιοχές-σύμβολα. Η Ρώμη, η Αλεξάνδρεια, η Συρία και η Αντιόχεια, η Μικρά Ασία και το Βυζάντιο, η τοπογραφία της Ανατολικής Μεσογείου και της Ανατολής με στρώματα πολιτισμών, γλωσσών, ιδεολογιών και θρησκειών, τόποι όπου κρίθηκαν ηγεμονίες, ασκήθηκαν εξουσίες, διαλύθηκαν βασίλεια, δοξάστηκαν ερωτικές σχέσεις και σχέσεις εξουσίας, συγκρούστηκαν συμφέροντα, βασίλεια και πρόσωπα, σε χρόνους, κατά προτίμηση σύγκρουσης και συνύπαρξης, μεταιχμιακούς και παρακμιακούς, όπως είναι η διάλυση των μικρών κρατών των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η ελληνιστική δηλαδή εποχή, η εποχή της ρωμαϊκής κατάκτησης ή το Βυζάντιο της μηχανορραφίας, είναι τα πεδία της Ιστορίας όπου ο Καβάφης μαζεύει στιγμές κρίσης για να ερμηνεύσει την ανθρώπινη συμπεριφορά μέσα στο χρόνο.

Πολλά γνωστά πρόσωπα της Ιστορίας περνάνε στην ποίηση του Καβάφη μόνο για την κρίσιμη στιγμή που χάνουν τη ζωή τους. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ποιητής μοιάζει με τον καλλιτέχνη που δημιουργεί ποιητικά φαγιούμ και επιτύμβια επιγράμματα. Ο Ιούλιος Καίσαρας (στο ποίημα «Μάρτιαι Ειδοί») και ο στρατηγός Πομπήιος (στο ποίημα «Ο Θεόδοτος»), δύο Ρωμαίοι που στην Ιστορία έμειναν ως αντίπαλοι, απασχολούν την ποίηση μόνο για την τελευταία τους στιγμή, που ήταν περίπου ίδια. Δολοφονούνται γιατί δεν επέδειξαν την φρόνηση που απαιτούσε η «στιγμή» και αυτή η αδυναμία είναι που οδήγησε στη δολοφονία τους. Ο Καίσαρας δεν λογάριασε καθόλου κανένα Αρτεμίδωρο, την ώρα που τον πλησίαζε για να του θυμίσει την προφητεία του θανάτου του κι ούτε ο Πομπήιος φαντάστηκε, σίγουρος μέσα στην τακτοποιημένη του ζωή, την στιγμή που σε νοικοκερεμένο σπίτι μπαίνει / αόρατος, άυλος – ο Θεόδοτος που θα τον σφάξει.

Η Ιστορία για τον Καβάφη είναι πάντα η συμπεριφορά των ανθρώπων. Στην ποίησή του έχει φτιάξει ένα πρόσωπο συμβολικό του ηθικού ηρωισμού, τον Αντώνιο, στο ποίημα «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» (1911). Με το ποίημα αυτό αρχίζει να διαμορφώνεται ο αλεξανδρινός μύθος του Καβάφη, με κέντρο την Αλεξάνδρεια, τη πόλη του ποιητή. Ο Αντώνιος είναι ήρωας σε μια σειρά ποιημάτων, με θέμα τη ναυμαχία στο Άκτιο και τις συνέπειες που είχε η κρίσιμη ήττα για τον ίδιο, την Κλεοπάτρα και την ελληνορωμαϊκή Ανατολική Μεσόγειο. Ο ποιητής συμβουλεύει τον Αντώνιο να ματατρέψει σε ύμνο την ήττα του και να δοξάσει την πόλη του, την Αλεξάνδρεια, την ώρα που ηττημένος αναγκάζεται να την εγκαταλείψει.

Ο Αντώνιος, αν κρίνουμε από το αδημοσίευτο και προγενέστερο (1907) «Το τέλος του Αντωνίου», φαίνεται να κράτησε τη στάση που τον προέτρεπε ο ποιητής, όπως δείχνουν οι στοχασμοί του: και τώρα αν έπεσε, δεν πέφτει ταπεινά. Ιστορία δεν είναι η ήττα του Αντώνιου στο Ακτιο από τον Οκταβιανό. Ιστορία είναι η ηθική γενναιότητα του Αντώνιου. Η ποίηση, εδώ, απονέμει δικαιοσύνη και στήνει μνημείο στον «νικητή» Αντώνιο. Η αναζήτηση του ηθικού ηρωισμού στις πράξεις των ανθρώπων θα γίνει ένας σταθερός τρόπος ανάγνωσης της Ιστορίας.

Και σε αυτό το πρότυπο επιμένει. Θα το ξαναδούμε, είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, στο ποίημα «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.», ένα από τα τελευταία του ποιήματα (1929). Ο Μύρης, ένας από τους επινοημένους εφήβους του ποιητή, πεθαίνει και το ποίημα μας δείχνει την τελετή που συνηθίζουν οι χριστιανοί για τους νεκρούς τους. Αντικρίζοντας την χριστιανική σκηνή, ο αφηγητής του ποιήματος που είναι ένας αγαπημένος φίλος του Μύρη αλλά ακολουθεί τη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, αισθάνεται να χάνει τον Μύρη που γνώριζε και να τον κερδίζει η χριστιανική οικογένεια: Κ’ εξαίφνης μέ κυρίευσε μια αλλόκοτη / εντύπωσις. Αόριστα, αισθάνομουν / σαν νά ’φευγεν από κοντά μου ο Μύρης· / αισθάνομουν που ενώθη, Χριστιανός, με τους δικούς του, και που γένομουν/ ξένος εγώ, ξένος πολύ· /

Στο ποίημα απεικονίζεται με τρόπο ανάγλυφο μια μεγάλη πολιτισμική σύγκρουση, που έλαβε χώρα στον ίδιο τόπο της καβαφικής τοπογραφίας, στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι η σύγκρουση δύο κόσμων, του χριστιανικού και του αρχαίου ελληνικού. Ποιητικά, αυτό το ιστορικό γεγονός, μεταφέρεται στο πεδίο της ατομικής συνείδησης. Είναι η στιγμή που ο φίλος του Μύρη συνειδητοποιεί το ρήγμα στον στενό ερωτικό τους δεσμό.

Το ποίημα εστιάζει ακριβώς πάνω στη «στιγμή» που αντικρίζει το ρήγμα και βάζει στη σκέψη του το σαράκι της αμφιβολίας: είναι δικός μου ο Μύρης ή ξένος; Η θέση του είναι όπως του ηττημένου Αντώνιου, όταν χάνει την Αλεξάνδρεια. Σαν άλλος Αντώνιος, ο φίλος του Μύρη δεν θρηνεί, αλλά περήφανα αποχωρεί: πετάχθηκα έξω απ’ το φρικτό τους σπίτι, / έφυγα γρήγορα, πριν αλλοιωθεί / απ’ την χριστιανοσύνη τους η θύμηση του Μύρη. Αποχωρεί έχοντας αποσπάσει τον δικό του Μύρη, τη μνήμη του Μύρη που έζησε: Απ’ όλους μας πιο έκδοτος στες ηδονές· / σκορπώντας αφειδώς το χρήμα του στες διασκεδάσεις. Ο Αντώνιος και ο φίλος του Μύρη προβάλλουν αντίσταση ηθική, τη στιγμή μιας επώδυνης εμπειρίας. Η ήττα βάζει τους ήρωες μπροστά στην κρίσιμη επιλογή. Να μην ξεχνάμε ότι το δίλημμα (ανάμεσα σε ένα Ναι και σε ένα μεγάλο Οχι) είναι ένα από τα κλειδιά της καβαφικής βιοθεωρίας. Η ήττα, λοιπόν, σημαίνει την κρίσιμη ώρα για να δείξει ο άνθρωπος την ηθική γενναιότητά του.

Αυτή είναι μία σταθερή ανάγνωση της Ιστορίας, που, σαν άλλος Αρτεμίδωρος, ο Καβάφης μαζεύει τα «σημάδια» της Ιστορίας που προμηνύουν το μέλλον. Ο Καβάφης διαβάζει με τον ίδιο τρόπο από τα πρώτα του ιστορικά ποιήματα. Μας το είχε πει στη μάχη των Θερμοπυλών. Στο στενό των Θερμοπυλών παίχτηκε η ζωή της Ελλάδας, όταν από εκεί πέρασαν οι Πέρσες και φτάσανε μέχρι τον Μαραθώνα, έξω από την Αθήνα. Στο ποίημα «Θερμοπύλες» υμνούνται οι 300 Σπαρτιάτες του Λεωνίδα. Η ιστορία των Θερμοπυλών καταγράφεται στην καβαφική μνήμη ως ύμνος και όχι ως θρήνος για την ήττα: Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των / ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες. / Ποτέ από το χρέος μη κινούντες. Η καβαφική Ιστορία γράφει μόνο τη μάχη που δίνεις όταν είναι βέβαιο πως την χάνεις (μαζί και την ζωή σου), πως «οι Μήδοι διαβαίνουν», σε κάθε περίπτωση.

Μια καταπληκτική δύναμη της ποίησης του Καβάφη είναι η ικανότητά της να σκηνοθετεί. Η σκηνοθεσία είναι πρώτα πρώτα μια μαγεία, που μέχρι σήμερα ασκεί πάνω μας τη γοητεία της. Η σκηνοθεσία των ιστορικών του ποιημάτων έχει την ποιητική ευφυϊα να σε κάνει να νιώθεις ότι παραβρίσκεσαι στην εποχή και στο περιβάλλον που δημιουργεί. Σημασία, εδώ, έχει και το γραμματικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί. Πότε το β ενικό, πότε το α πληθυντικό. Τα θυμίζω αυτά σαν μια εισαγωγή στο ποίημα «Σατραπεία» (1910).

Το ποίημα παρουσιάζει το θέμα που είδαμε στον Αντώνιο και στον φίλο του Μύρη, αλλά αντίστροφα. Η «Σατραπεία» δείχνει τις συνέπειες μιας φρικτής επιλογής: η μέρα που ενδίδεις, / (η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις). Ο ήρωας στο ποίημα θα ζει για πάντα στην συμφορά του, εξαιτίας της λαθεμένης επιλογής του να διαλέξει τα φτηνά πράγματα, τα εφήμερα και τα εύκολα, που στο ποίημα παρομοιάζονται με την γοητεία που ασκεί η χλιδή των δώρων του εχθρού της αρχαίας Αθήνας, του Αρταξέρξη, σε όσους Αθηναίους καταφεύγουν σε αυτόν. Ο ήρωας του ποιήματος που διάλεξε να πάει με τον Αρταξέρξη έχασε για πάντα την δυνατότητα να κατακτήσει το όραμά του. Η ζωή του, ένα ναυάγιο: και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα, / και πηαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη, / που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του, / και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια. / Και συ τα δέχεσαι με απελπισία / αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις. / άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει.

Η αρχαιότητα (Αθήνα, Σπάρτη, Πέρσες, Μέγας Αλέξανδρος) είναι ένα βιβλίο Ιστορίας που διαβάζεται εντατικά και πολυπρισματικά. Μας ξαφνιάζει ένα ηρωικό πορτρέτο που ανήκει σε γυναίκα, στην Κρατησίκλεια από την Σπάρτη. Λίγες είναι η γυναίκες στην ποίησή του και ένας τυπικός τρόπος να παρουσιάζονται είναι όπως η ραδιούργα Αννα Κομνηνή, κόρη του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου, στο ομότιτλο ποίημα. Η Κρατησίκλεια είναι μητέρα του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Γ που νικήθηκε από τους Μακεδόνες (219 π.Χ.) και ηρωίδα στο ποίημα «Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων» (1929).

Ο τίτλος, όπως και οι τελευταίοι στίχοι, είναι λόγια της Κρατησίκλειας όπως μας τα διέσωσε ο Πλούταρχος. Σε αυτά τα λόγια που παίρνει ο Καβάφης από τον Πλούταρχο δείχνουν την περήφανη ηθική στάση καθώς αναχωρεί από την ηττημένη της πατρίδα. Βρίσκει για λίγο καταφύγιο στην Αλεξάνδρεια, στο βασίλειο των Πτολεμαίων, όπου όμως πολύ σύντομα θα έλθει για όλους το φρικτό τέλος.

Την ίδια εποχή (1929) δημοσιεύει και ένα ποίημα που είναι ο ηθικός αντίποδας στην Κρατησίκλεια, το ποίημα «Αλέξανδρος Ιαναίος και Αλεξάνδρα». Μιλάει για την εξουσία που γιορτάζει την δύναμή της, αδιαφορώντας ότι στήθηκε πάνω σε σφαγές. Το ποίημα έρχεται να αποδώσει δικαιοσύνη και παρουσιάζει την τελετή υπό το πρίσμα του τέλους της εξουσίας του Αλέξανδρου και της Αλεξάνδρας, με την κατάκτηση της Ιουδαίας από τους Ρωμαίους (37 π.Χ.), που λίγο απείχε από την τελετή. Για την ερμηνεία του ποιήματος, εκτός από την κρυμμένη ειρωνεία του ποιητή, ισχύουν και όσα είχε πει για το ποίημά του «Θεόδοτος»: Δράσε, προσπάθησε να γίνεις μεγάλος, αλλά μη πατάς πάνω σε πτώματα. Η «πτώση» είναι σταθερή προοπτική του Καβάφη για τις «στιγμές» της Ιστορίας. Όταν δεν είναι φανερή, υπάρχει πάντα στα «παρασκήνια» του ποιήματος, να καιροφυλακτεί, σαν τη βέβαιη κατάληξη των αλαζόνων ηρώων.

Δεν είναι της ώρας εδώ να αναπτύξουμε πόσο έντονα καβαφική είναι αυτή η αίσθηση της πτώσης και να αναφέρουμε τις σπουδαίες μορφοποιήσεις της στα ερωτικά του ποιήματα, με την αντίθεση του γήρατος και της νεότητας (π.χ. το «Πολύ σπανίως», 1911, 1913) ή της ευτυχισμένης μνήμης της ηδονής μέσα σε ένα δυσάρεστο παρόν (π.χ. το «Μύρης· Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.», 1929, που αναφέραμε). Ο Καβάφης διαβάζει την Ιστορία μέσα από τις μεγάλες ήττες. Αλλά ποιες είναι αυτές; Είναι δύο ειδών. Από τη μια μεριά είναι ήττες για τις οποίες μιλάει και η επίσημη Ιστορία, αλλά, από την άλλη, είναι οι αφανείς ήττες που οι επιπτώσεις τους δεν έχουν καταγραφεί από την Ιστορία, ενώ ήταν το ίδιο καταστροφικές, όπως στα ερωτικά και σε πολλά ιστορικά του ποιήματα.

Μια τέτοια αφανής «στιγμή» είναι η καταστροφή από την «υβριστική» στάση του ηττημένου Φιλίππου Δ της Μακεδονίας, στο ποίημα («Η μάχη της Μαγνησίας»). Θεωρείται «υβριστής» γιατί δείχνει ανάρμοστη διαγωγή, την ώρα που η Ελλάδα χάνεται, με την νίκη των Ρωμαίων (στη Μαγνησία, 190 π.Χ.).

Ο Φίλιππος συμποσιάζεται και διατάσσει: Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι· τους αυλούς, τη φωταψία. Ενώ, λίγο πριν οι Ρωμαίοι είχανε νικήσει και τον ίδιο τον Φίλιππο και είχανε διαλύσει το κράτος της Μακεδονίας, στη μάχη στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.).

Η ποιητική δικαιοσύνη είναι ανελέητη απέναντι σε τέτοια συμπεριφορά. Την θεωρεί «ύβριν». Ανάλογη είναι και η «τιμωρία». Είναι σωματική και ηθική. Ο ποιητής τον τιμωρεί βιολογικά και αισθητικά: του κουρασμένου σώματός του, του άρρωστου / σχεδόν, θά ’χει κυρίως την φροντίδα.

Αλλά τον τιμωρεί και ηθικά. Ο Φίλιππος παρουσιάζεται με καταρρακωμένο το ιστορικό του κύρος: διοικεί ένα σκουπίδι. Γιατί σκουπίδι κατάντησε η χώρα του μετά τη μεγάλη ήττα στις Κυνός Κεφαλές (190 π.Χ.). Η λέξη αποδίδεται στη Μακεδονία, όμως ο Καβάφης φροντίζει να μην υπάρχει ποιητική απόσταση Μακεδονίας και Φιλίππου και η λέξη σκουπίδι να μπορεί να έχει διπλό παραλήπτη.

Το ποίημα, καθώς προχωράει, από στίχο σε στίχο, συσσωρεύει γεγονότα της καταστροφής και μοιάζει να ανεβάζει τις στροφές της δυναμικής του. Στο τέλος κλείνει με δύο στίχους που σαν κάμα μαχαιριού αποκόπτουν τον συμποσιαστή Φίλιππο από την Ιστορία των πονεμένων λαών που είχαν την ατυχία να διοικούνται από Φιλίππους-σκουπίδια. Η Συρία θρηνεί και ο Φίλιππος διασκεδάζει: πόσο στην Συρία θρήνησαν, τι είδος λύπη / είχαν, σαν έγινε σκουπίδι η μάνα των Μακεδονία.- / Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι· τους αυλούς, τη φωταψία.

Θύμα της ήττας στη Μαγνησία και της Ρώμης είναι και ο Δημήτριος στο ποίημα «Δημητρίου Σωτήρος (162-150 π.χ.)» (1915, 1919). Μεγαλώνει ως όμηρος στη Ρώμη αλλά καταφέρνει να δραπετεύσει και να ανασυστήσει το βασίλειο της Συρίας. Θα βασιλεύσει στα χρόνια που δείχνει ο τίτλος (162-150 π.χ.). Το 150 π.Χ. είναι το έτος που καταρρέει η βασιλεία του· η Ρώμη τον εξουδετέρωσε ενισχύοντας τους αντιπάλους του. Το ποίημα τιμά την ψυχική του γενναιότητα και την περηφάνεια του, που αποδέχεται την ακύρωση των ανορθωτικών του σχεδίων (ήσαν όνειρα και ματαιοπονίες) και την ήττα του από ραδιούργους αντιπάλους: η Συρία […] αυτή είν’ η χώρα του Ηρακλείδη και του Βάλα. Εδώ, ο χρόνος 162 π.Χ-150 π.Χ. προβάλλεται σαν το πιο αναγκαίο στοιχείο στο πορτρέτο του ήρωα και το περιεχόμενο του ποιήματος είναι όσα έγιναν στο όριο-«στιγμή», στο έτος 150 π.Χ.

Ο Καβάφης παρακολουθεί τους σημαδεμένους χρόνους μέσα στην Ιστορία. Γι’ αυτό βάζει τις χρονολογίες σε τίτλους πολλών ποιημάτων. Οι χρονολογίες αυτές μας δίνουν την εντύπωση μιας συστηματικής μετωνυμίας του χρόνου, σαν να έχει ο χρόνος αντικαταστήσει την ανθρώπινη πράξη που πρέπει να μνημειωθεί. Χαρακτηριστικό το προτελευταίο δημοσιευμένο ποίημα «Στα 200 π.Χ.», που, κατά τον Σαββίδη, είναι μία επισκόπηση της Ιστορίας από την εποχή των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου –που έφερε τον ελληνισμό, την Κοινή Ελληνική Λαλιά, στα βάθη της Ασίας– μέχρι την ελληνιστική εποχή. Εδώ, η «πτώση» είναι η κρυμμένη βεβαιότητα.

Η Ιστορία δεν είναι τα φουσκωμένα λόγια για τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου αλλά ο χρόνος, η «στιγμή» που λέγονται αυτά από τον αφηγητή, που κάνει με περηφάνια τον μονόλογό του:  ελάχιστα (3 χρόνια) πριν την ήττα στις Κυνός Κεφαλές και στη μάχη της Μαγνησίας (10 χρόνια). Αλλά η ειρωνεία αγκαλιάζει και τους νικητές Ρωμαίους, που κατέκτησαν τις χώρες των επιγόνων του Μακεδόνα βασιλιά.

Για αυτούς είναι η τύχη που αναμένει την αλαζονεία της εξουσίας, μια τύχη που έρχεται χωρίς να μπορεί κανείς να την σταματήσει και που επιβεβαιώνεται από την εποχή των Λακεδαιμονίων και των κρατών-πόλεων της αρχαιότητας. Θα λέγαμε πως στο ποίημα αυτό φαίνεται να υπονοείται κάτι που μπορεί να ξεφεύγει από τη φορά της μοίρας. Και αυτό είναι η Κοινή Ελληνική Λαλιά, δηλαδή η ίδια η ποίηση που ανήκει σε αυτήν την παράδοση της Ελληνικής Λαλιάς. Ο καβαφικός κόσμος ολόκληρος θα μπορούσε να ονομαστεί ως ο κόσμος αυτής της Λαλιάς. Και δεν είναι μόνο γλώσσα, υπονοείται το ήθος, η καλλιέργεια και ένας τρόπος ζωής. Υπερβαίνει τους συνηθισμένους διχασμούς χριστιανικό/εδωλολατρικό. «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας» (1932/33, 1935) ο Ιουλιανός τιμωρείται ποιητικά (Έσκασε ο Ιουλιανός […] Το ουσιώδες είναι που έσκασε) επειδή ήταν ψεύτικοι οι ελληνικοί του τρόποι: αερολογίες, ανιαρές περιαυτολογίες, με άχαρι συμνοτυφία και με γελοία γένεια («Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς», 1927).

Ο Καβάφης μας μαθαίνει να χειριζόμαστε κατάλληλα το φωτισμό για να δούμε το χθες – και όχι μόνο. Είναι μια δεξιότητα που μας κάνει ικανούς να μην πέφτουμε στην παγίδα της λαμπερής πρόσοψης, να μπορούμε να βγάζουμε στο φως την κρυμμένη αλήθεια.

Στον κύκλο των ποιημάτων του Ακτίου, η καβαφική ανάγνωση χρησιμοποιεί τη μέθοδο της ανακάλυψης, μέσω ενός αστραπιαίου φωτισμού, της καίριας «στιγμής». Τα ποιήματα αυτού του κύκλου που είναι οι «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» (1912), ο «Καισαρίων» (1914, 1918), «Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια» (1917, 1924) και «Εν Δήμω της Μικράς Ασίας» (1926) μας δίνουν καλά παραδείγματα της αλλαγής στην εστίαση του φωτός. Στο πρώτο ποίημα, η στιγμή της αλήθειας – πάλι στον τελευταίο στίχο: τι κούφια λόγια [που] ήσανε αυτές η βασιλείες βγαίνει μπροστά και σβήνει από τα μάτια μας το σκηνικό με την μπαρόκ διακόσμηση. Το στολισμένο σκηνικό, που περιγράφεται με μεγάλο αριθμό στίχων, μας δίνει τη λαμπερή τελετουργία του Αντωνίου και της Κλεοπάτρας, που, επαναπαυμένοι στην εξουσία τους και σίγουροι για την ισχύ του βασιλείου τους, διανέμουν βασίλεια στους κληρονόμους τους.

Έχει σημασία να σημειώσουμε ότι ο στίχος, που τον ξεχωρίσαμε γιατί περιέχει τον στιγμιαίο φωτισμό της αλήθειας, είναι μέρος από τις σκέψεις που κάνει ο λαός της Αλεξάνδρειας, που συμμετέχει και απολαμβάνει την αίγλη της γιορτής. Λίγες φορές ο Καβάφης αναφέρεται στο λαό και αυτή είναι από τις σημαντικές αναφορές του.

Ο σημαντικός ρόλος των Αλεξανδρινών φαίνεται και από το γεγονός ότι το ποίημα μοιράζεται σχεδόν εξίσου στην περιγραφή αυτών και των βασιλιάδων τους. Αλλά αυτή η διπλή εστίαση (στο λαό και τους βασιλιάδες) σημαίνει συνευθύνη και των δύο πλευρών, με το μεγαλύτερο μέρος της να πέφτει προς την πλευρά των Αλεξανδρινών. Γιατί αν οι βασιλιάδες χρησιμοποιούν την εκτυφλωτική λάμψη μες στη λαμπρή παράταξι των στρατιωτών, οι Αλεξανδρινοί βουλιάζουν στην απόλαυση της νωχέλειας: η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική, / ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό, / το Αλεξανδρινό Γυμνάσιο ένα / θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης.

Γι’ αυτό, το ποίημα φαίνεται να ρίχνει στο λαό την ευθύνη, γιατί ενώ είναι αυτός που νιώθει το επερχόμενο τέλος στο Άκτιο, την ίδια στιγμή ενδίδει (θυμόμαστε εδώ τον στίχο της «Σατραπείας») στη νωχέλεια: οι Αλεξανδρινοί ένιωθαν βέβαια / που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά (τα βαρύγδουπα ονόματα των βασιλικών αξιωμάτων).

Η καβαφική ανάγνωση της Ιστορίας στο ποίημα «Αλεξανδρινοί βασιλείς» μας δείχνει ένα λαό εθελούσια τυφλό και, φυσικά, μοιραίο. Στο ποίημα «Καισαρίων», επίσης του κύκλου του Ακτίου, υπάρχει η οργή του ποιητή για το λαό που, ενώ αισθάνεται την καταστροφή, απολαμβάνει, σαν άλλος Φίλιππος της Μακεδονίας, το ζεστό καιρό και, τότε, δεν είναι πρόσωπο τραγικό  αλλά φαύλο, που παρασύρει με τις κολακείες του τον Καισαρίωνα στην παγίδα της δολοφονίας του: οι φαύλοι – που ψιθύριζαν το «Πολυκαισαρίη», είναι ο στίχος που κλείνει το ποίημα, με την «στιγμή» του ψίθυρου που αποκοιμίζει τον Καισαρίωνα.

Την ιδια την ημέρα της ήττας οι Αλεξανδρινοί ζούνε στην πόλη τους μέσα στην εμπορική παραζάλη. Θόρυβος πολύς. Ο πραματευτής διαλαλεί, ονομάζοντας ένα ένα τα όμορφα, αρωματικά κι εξωτικά προϊόντα του. Το περιβάλλον είναι ιδανικό για να συμβεί αυτό που λένε οι δύο τελευταίοι στίχοι: ένας του ρίχνει κι αυτουνού [του πραματευτή] την γιγαντιαία ψευτιά / του παλατιού – που στην Ελλάδα ο Αντώνιος νικά («Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια»).

Στο ποίημα αυτό, την ίδια στγμή, αλήθεια και ψέμα ζυγίζονται πάνω στην κόψη του μαχαιριού. Ο Καβάφης δεν κρύβει τον ρόλο ενός άφρονα λαού, όταν η συμπεριφορά του δεν διαφέρει από τον αμοραλισμό της εξουσίας. Στο ποίημα «Ας φρόντιζαν» (1930) μάς μιλά ένας που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το ατομικό του μικροσυμφέρον, χωρίς αρχές και προτιμήσεις.

Φαντάζεται την διαδρομή του από τον έναν βασιλιά στον άλλον: από τον μωρό Ζαβίνα, στον ηλίθιο Γρυπό και από εκεί στον Υρκανό. Τους ονομάζει με τα παρατσούκλια και μας λέει καθαρά την γνώμη του: βλάπτουν κ’ οι τρεις τους την Συρία το ίδιο. Ο αμοραλισμός του γίνεται κυνισμός: Ας φρόντιζαν οι κραταιοί θεοί / να δημιουργήσουν έναν τέταρτο καλό. / Μετά χαράς θα πήγαινα μ’ αυτόν.

Σε αυτήν την περίοδο, από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και μετά, η ποίησή του είναι περισσότερο ανοιχτή προς όσα συμβαίνουν στο επίπεδο της πολιτικής Ιστορίας. Το διαπιστώνει ο πρώτος στίχος: τα πράγματα δεν βαίνουν κατ’ ευχήν στην Αποικία, στο ποίημα «Εν μεγάλη Ελληνική Αποικία, 200 μ.Χ.» (1928).

Ένα αίσθημα ψυχικού μετεωρισμού βγαίνει από το ποίημα «Πρέσβεις απ’ την Αλεξάνδρεια» (δημοσιεύεται 1918) και η διάλυση του χάρτη των ελεύθερων κρατών, στα ποιήματα «Η δυσαρέσκεια του Σελευκίδου» και «Οροφέρνης», δημιουργεί μαριονέτες και προτεκτοράτα στην Ανατολή. Ο κόσμος όλος πάνω στην κόψη της μνήμης (ιστορίας) και της λήθης, μόλις που αφήνει ένα αχνό αποτύπωμα, σαν του Οροφέρνη εις το τετράδραχμον επάνω.

Στις συνταρακτικές για τον ελληνισμό στιγμές της Ιστορίας, μετατοπίζεται ο άξονας της καβαφικής γλώσσας. Αυτό θα συμβεί μοναδική φορά με το ποίημα «Πάρθεν» (1921) (που έμεινε στο αρχείο του ποιητή, ο τίτλος είναι λέξη της ποντιακής διαλέκτου που σημαίνει «Αλώθηκε»). Αναφέρεται στη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, όπου γράφεται η πιο οδυνηρή ιστορία εθνικής κάθαρσης και προσφυγικής μετακίνησης Ελλήνων και Τούρκων. Το ιστορικό γεγονός δεν καταγράφεται με τις γνωστές τεχνικές της μάσκας αλλά με τη μνήμη ενός λογοτεχνικού είδους, του θρήνου, που αντιπροσωπεύει την φιλοσοφία ολόκληρης της εθνικής μας λαϊκής ποίησης. Ταυτόχρονα, η καβαφική γλώσσα διαλύεται μέσα στη γλώσσα των δημοτικών μας τραγουδιών.

Και μια νότα κάλβειου τόνου παρατηρούμε και στο ποίημα «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες» (1922) που το θεμελιώνει η ίδια ιστορική εμπειρία. Σε κάθε περίπτωση, το 1922 σημαίνει τον αναστοχασμό όλων των στιγμών όπου το έθνος πρέπει να κάνει τους απολογισμούς του. Ένας τέτοιος γίνεται στο ποίημα «Από υαλί χρωματιστό» (1925), την εποχή που στα ίδια εδάφη της μικρασιατικής καταστροφής υπήρχαν οι Ελληνες αυτοκράτορες του Βυζαντίου. Το ποίημα εστιάζει στο στέμα των αυτοκρατόρων Ιωάννη Κατακουζηνού και Ερήνης Ασάν και δείχνει τα ψεύτικα γιάλινα κοσμήματα στη θέση των πολύτιμων λίθων να είναι αυτά που αποδίδουν την αληθινή κατάσταση του κράτους: (του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλ’ η πτώχεια).

Αλλά δεν υπάρχει «κάθαρση», μια ισορροπία, στον κόσμο του Καβάφη; Υπάρχει. Είναι η ηδονή, η ολόκληρη και αδιαίρετη, και των αισθήσεων και της ψυχής. Είναι η Ιστορία των κατοίκων της Αισθησιακής Πόλης, όπως στο ποίημα «Μέρες του 1908» (το τελευταίο που τύπωσε (1932), όσο ζούσε, ο ερωτικός Καβάφης), με ήρωα έναν σύγχρονο Αδωνη. Είναι οι ήρωες-σοφιστές, αισθητές, καλλιτέχνες που έχουν το σωστό μέτρο. Ο Καβάφης αυτούς εμπιστεύεται ως ερμηνευτές της Ιστορίας. Ακόμη και ο αυλικός ποιητής Φερνάζης, στο τέλος δεν καταφέρνει να γράψει ποίημα επαινετικό για τον Δαρείο («Ο Δαρείος», 1917, 1920). Και δεν είναι μόνο ο σοφιστής Αρτεμίδωρος είναι και ο γλύπτης «Απολλώνιος ο Τυανεύς εν Ρόδω» (1925), ειδικός στο να ξεχωρίζει το κεραμεούν και φαύλον, την αγυρτεία και φτήνια.

Από το ποίημα «Η δόξα των Πτολεμαίων» (1896, 1911) μέχρι το τέρμα της πορείας «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας» (1933), η ιστορική διόπτρα του Καβάφη «σαρώνει» πρόσωπα και στάσεις από το παρελθόν, ενώ η φωνή του ακούγεται πλάγια, λοξά, όπως την χαρακτήρισε ο Στρατής Τσίρκας, με ευδιάκριτες, ωστόσο, τις παραλληλίες του χθες και του τώρα. Τον ακούμε να «διαβάζει» την Ιστορία σαν μυθιστόρημα που έχει ως θέμα της την Ανθρώπινη Περιπέτεια, ανατέμνοντας ψυχισμούς και συμπεριφορές, από τη μία πλευρά, και, από την άλλη, εξαπολύοντας την ειρωνεία του, που θέτει σε κίνηση τον τροχό του μοιραίου στο οποίο περιδινίζεται η ανθρώπινη ζωή μέσα στους αιώνες.

Πηγή: tapoiitika.wordpress.com

Κ. Π. Καβάφης. Αυτοβιογραφούμενος, με τον Κ. Τζούμα στο Θεάτρο Χορν

1

 

Το Θέατρο Δημήτρης Χορν παρουσιάζει την παράσταση Κ. Π. Καβάφης. Αυτοβιογραφούμενος, βασισμένη στα προσωπικά ημερολόγια του ποιητή καθώς και σε μαρτυρίες ανθρώπων που τον γνώρισαν από πολύ κοντά.

Ο Κ.Π.Καβάφης επί σκηνής. Ο άνθρωπος πέρα από το μύθο. Ο μεγάλος ποιητής μέσα από τα αποκαλυπτικά ημερολόγια του, καθώς και τις μαρτυρίες των ανθρώπων που τον έζησαν από κοντά και κατέγραψαν τους διαλόγους και τις συμπεριφορές του, αναδεικνύεται ως ο μεγάλος «σκηνοθέτης» της ίδιας του της ζωής και του έργου του. Έργο που υποστήριζε άλλοτε φανερά και άλλοτε υπογείως, υποδυόμενος διάφορους ρόλους, ως πολυτάλαντος «ηθοποιός» στο ρόλο της ζωής του.

Οι συναντήσεις του με τα πρόσωπα που σημάδεψαν την πορεία του, η αναδρομή στις σημαντικότερες στιγμές της ζωής του. Οι έρωτες του νου και του σώματός του. Οι πνευματικές του συγγένειες και οι “διάλογοι” του με τον Όσκαρ Ουάιλντ, μέσα από τις συζητήσεις του με το νέο ποιητή που τον επισκέπτεται.

Οι επιθυμίες, οι αναμνήσεις και οι αναζητήσεις του, εκφράζονται μέσα από τη σοφία, το καυστικό χιούμορ και τη λεπτή ειρωνία του. Οι μύχιες σκέψεις του και τα άγνωστα κείμενα του Ποιητή, τόσο διαχρονικά που μοιάζει να γράφτηκαν σήμερα, μιλούν κατευθείαν στον σύγχρονο άνθρωπο. Η κατάβαση στην πηγή της ποιητικής του δημιουργίας, που διαχρονικά συνεχίζει να ταξιδεύει εκατομμύρια ανθρώπους από όλο τον κόσμο στην «Ιθάκη» τους.

Μία μοναδική θεατρική γνωριμία με τον πιο διάσημο «Άγνωστο» της Ελληνικής και Παγκόσμιας Ποίησης, μέσα από το ποιητικό υποκριτικό στίγμα του Κωνσταντίνου Τζούμα.

ΣΥΝΘΕΣΗ ΚΕΙΜΕΝΟΥ – ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιάννης Φαλκώνης
ΠΡΩΤΟΤΥΠΗ ΜΟΥΣΙΚΗ: Γιώργος Ψυχογιός
ΧΟΡΟΓΡΑΦΙΑ: Δημήτρης Αντωνόπουλος
ΣΚΗΝΙΚΑ: Γιάννης Βλάχος
ΕΝΔΥΜΑΤΟΛΙΓΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μπέττυ Λυρίτη
ΜΑΚΙΓΙΑΖ: Μάρω Νεράιδα
ΦΩΤΙΣΜΟΙ: Γιάννης Φαλκώνης
ΕΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ: Δημήτρης Αληθεινός
ΤΡΑΓΟΥΔΙ: Σπύρος Σακκάς
ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ: Μαρία Γκουτζίδου

Τον Κ.Π. Καβάφη ερμηνεύει ο Κωνσταντίνος Τζούμας

Παίζουν: Τέλης Ζώτος, Αλέξανδρος Νταβρής, Ευαγγελία Καπόγιαννη, Νίκος Ζιάγκος, Γιάννης Τσιώμου, Ρούλα Αντωνοπούλου, Γιάννης Αγριόμαλλος, Αλέκα Ράπτη, Κώστας Βασιλόπουλος, Μπέττυ Λυρίτη. Αφηγητής: Δημήτρης Βίκτωρ

Διάρκεια 90 λεπτά

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΛΥΚΟΦΩΣ – ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΥΚΙΑΡΔΟΠΟΥΛΟΣ

 

Πηγή: http://www.culturenow.gr/37431/k-p-kavafhs-aytoviografoymenos-me-ton-k-tzoyma-sto-theatro-xorn

 

Δημήτρης Στεφανάκης, Καβάφης: Η κοσμογονία της ποίησης

Στη σκιά ενός ανθρώπου ο οποίος πέρασε τη ζωή του στήνοντας μικρούς

στρατούς από λέξεις, κερδίζοντας τις μάχες στο πεδίο των ιδεών και της αισθητικής

συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ για να γιορτάσουμε την χαρά που μπορεί και

προσφέρει η γραφή στους ανθρώπους.

 

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, ο άνθρωπος που συνέδεσε το πεπρωμένο του με

 

την πόλη της Αλεξάνδρειας αποτελεί ασφαλώς μοναδικό φαινόμενο στην παγκόσμια

λογοτεχνία. Σε μια επίδειξη ποιητικής ανταρσίας θεμελίωσε το δικαίωμά του στην

αθανασία κινούμενος συχνά μεταξύ αφήγησης και διδακτισμού – αμαρτήματα

θανάσιμα για ένα ποιητή του εικοστού αιώνα. Αν όμως αμφιταλαντεύεται κανείς

μπροστά στο αίνιγμα της καβαφικής μεγαλοσύνης, δεν έχει παρά να σκεφτεί πώς

ένας θρησκόληπτος, πανσλαβιστής συγγραφέας σαν τον Ντοστογιέφσκι κατάφερε

αντίστοιχα παρά τις προσωπικές του εμμονές να οικοδομήσει το μεγαλύτερο

μυθιστορηματικό κόσμο στην ιστορία της λογοτεχνίας. Φαίνεται πως το ταλέντο,

εκτός των άλλων, είναι και η ικανότητά μας να παρακάμπτουμε τις εγγενείς

αδυναμίες μας τη στιγμή της δημιουργίας. Κι ο Καβάφης, πρέπει να το πούμε,

αποτελεί λαμπρό παράδειγμα ορθής διαχείρισης του ταλέντου. Η οικονομία των

δημιουργικών δυνάμεων που έκανε μέχρι το τέλος της ζωής του, αποφεύγοντας τους

περισπασμούς της κοινωνικής και πολιτικής επικαιρότητας, τον βοήθησε να συλλάβει

και να διατυπώσει ένα ολοκληρωμένο ποιητικό σύμπαν.

Το καβαφικό αντάρτικο είναι εντέλει η προσφορά του έκκεντρου ελληνισμού

στην νεοελληνική λογοτεχνία. Ο Αλεξανδρινός ποιητής δεν αμφισβήτησε το

Σολωμικό «εμείς οι Έλληνες» τουλάχιστον στα λεγόμενα ιστορικά ποιήματά του.

Όμως αντί να αποδυθεί σε διακηρύξεις νίκης και αναγέννησης, προτίμησε τη

σημειωτική της ήττας και ενίοτε της παρακμής. Έτσι οι Θερμοπύλες γίνονται η

καβαφική παντιέρα. Ο Καβάφης εντρυφά με το έργο του στις ήττες του Ελληνισμού:

οι Κυνός Κεφαλαί, η Μαγνησία, η Πύδνα, η Κόρινθος τον καιρό της Αχαϊκής

Συμπολιτείας και κυρίως η ίδια η Αλεξάνδρεια. Το «εμείς» δεν παιανίζει την

μέλλουσα δόξα του αναγεννημένου έθνους. Ταυτίζεται μάλλον με τον χορό των

γερόντων της αρχαίας τραγωδίας που μηρυκάζει γοερά τα τραγικά σπέρματα του

εθνικού παρελθόντος. Μέσα από αυτή την απαισιόδοξη στάση, ωστόσο, αναδύεται το

διεθνικό θαύμα του ελληνικού πολιτισμού που διαχέεται στις τέσσερις άκρες της

Μεσογείου. Το «εμείς οι Έλληνες», στην καβαφική ποίηση, δεν ορίζεται πλέον

γεωγραφικά, αλλά ιστορικά. Είναι ένα μέγεθος που υπολογίζεται στη διάσταση του

χρόνου και δεν έχει να κάνει με την κλειστοφοβική αντίληψη των ποιητών του

Ελλαδικού χώρου που την ίδια εποχή επιζητούν να μονοπωλήσουν την προγονική

δόξα. Ο Καβάφης είναι παιδί του κοσμοπολιτισμού που άκμασε στην Ανατολική

λεκάνη της Μεσογείου, και η Αλεξάνδρεια είναι η πρωτεύουσα της φαντασίας του

σε μια αγαστή σύνθεση δύσης και ανατολής.

Έχοντας στην κυριολεξία καταπιεί την Παλατινή Ανθολογία αισθάνεται

αρκούντως ασφαλής προκειμένου να απαλλαγεί από την τυραννία του μέτρου και της

ομοιοκαταληξίας μέσα στην οποία ασφυκτιά. Με απόλυτη νηφαλιότητα σχεδιάζει σε

πεζούς στίχους το «μυθιστόρημα της Αλεξάνδρειας». Τα καβαφικά επεισόδια

συνιστούν μια νέα, ενδιαφέρουσα διαστρωμάτωση της ίδιας της Ιστορίας. Ο

Αντώνιος είναι ο χαρακτηριστικός ήρωας της καβαφικής μυθολογίας. Η παρουσία

του διαθλάται ακόμα και στο ποίημα Η Πόλις. «Αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια

που χάνεις», αλλά «…καινούργιους τόπους δεν θα βρεις… έτσι που την ζωή σου

ρήμαξες εδώ… σε όλη την γη την χάλασες». Ο ποιητής ειρωνεύεται τον υπερφίαλο

ήρωά του, αλλά ταυτόχρονα θρηνεί γι αυτόν. «Τα έργα σου που απέτυχαν… τα

σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες…». Τα σχέδια του Αντωνίου για μια νέα ελληνιστική αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Αλεξάνδρεια ήταν μια πρόκληση για τις ιστορικές συνθήκες της εποχής του και η ίδια η Ιστορία τον εκδικήθηκε με τον

χειρότερο τρόπο. Ο ποιητής συντάσσεται με τα ανέφικτα όνειρα των ανθρώπων.

Ο Καβάφης, δεν υπάρχει αμφιβολία, αγαπά την Ιστορία αλλά πάνω από όλα

τον έρωτα και το κάλλος. Έλκεται από την νεότητα και τον μαγνητισμό των

σωμάτων, εμπνέεται από τολμηρές φαντασιώσεις ενίοτε νοσηρές. Όποτε καλείται

πάντως να απαντήσει στο δίλημμα Ιστορία ή έρωτας το κάνει με ξεκάθαρο τρόπο:

Ήρθε να διαβάσει. Είν’ ανοιχτά

δυο, τρία βιβλία・ ιστορικοί και ποιηταί.

Μα μόλις διάβασε δέκα λεπτά,

Και τα παράτησε. Στον καναπέ

Μισοκοιμάται. Ανήκει πλήρως στα βιβλία

Αλλ’ είναι είκοσι τριών ετών κ’ είν’ όμορφος πολύ・

Και σήμερα τ’ απόγευμα πέρασ’ ο έρως…

Στα ερωτικά ποιήματα, εντέλει, συντάσσεται με τα δικά του ανέφικτα όνειρα.

Το «εμείς» γίνεται ξαφνικά «εγώ», όμως η σημειωτική της ήττας και της παρακμής

παραμένει αυτούσια. Την ερωτική μυθολογία του Καβάφη την διαπερνά μια

απελπισμένη νοσταλγία. Όλα εκτυλίσσονται σε ένα απωθημένο παρελθόν, οι

αναμνήσεις είναι θολές και απροσδιόριστες, οι τόποι και τα πρόσωπα ασαφή. Οι

εκμυστηρεύσεις του ποιητή στον αναγνώστη του είναι τολμηρές και είναι στιγμές που

ο τελευταίος αισθάνεται αμηχανία από την διεγερμένη συνείδηση του πρώτου.

Κανένα εθνικό μεγαλείο εδώ, καμία παλικαριά, κανένα θάλλος. Ο ακρίτας του

Παλαμά νικά τον χρόνο και τον Χάροντα. Ο «ανδρείος της ηδονής» του Καβάφη

ηττάται οικτρά από το χρόνο, αρθρώνοντας μετά δυσκολίας τα αδόκιμα Ελληνικά

του, για να περιγράψει το δράμα του.

Όμως ενώ ο πλούσιος Παλαμικός λόγος ρέει αβίαστα, ο Καβάφης μοιάζει να

παρατάσσει τις λέξεις ακριβώς όπως ένας ικανότατος στρατηγός τους στρατιώτες του.

Το πλεονέκτημα εκείνου που γράφει μια γλώσσα σαν να μην είναι η μητρική του,

έγκειται στο γεγονός ότι δεν χρησιμοποιεί μηχανικά τις λέξεις. Αφουγκράζεται τη

μαγεία τους ακριβώς όπως ένα μικρό παιδί που μπαίνει για πρώτη φορά στον κόσμο

του λόγου. Αντιλαμβάνεται τη χρήση τους ως δομικών υλικών σε μια εύθραυστη

σύνθεση η οποία μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταρρεύσει από καθετί περιττό και

άσκοπο. Η γεωμετρική ακρίβεια των Καβαφικών στίχων μεταφέρει αυτούσιο τον

ιδεολογικό της πυρήνα και προσφέρεται για αποστήθιση. Έτσι ο Αλεξανδρινός

ποιητής γίνεται ο τρίτος μετά τον Σολωμό και τον Κάλβο, που μεγαλουργεί σε μια

γλώσσα την οποία έγραφε σαν ξένη.

Η διαμάχη Παλαμά-Καβάφη ή Καβάφη-Παλαμά, αν προτιμάτε, και ως προς

τα επί μέρους επεισόδια της αλλά και ως προς την έκβασή της, προσφέρεται

προκειμένου να αντλήσει κανείς χρήσιμα συμπεράσματα. Η παλαμική μούσα εκκινεί

με σαφές προβάδισμα έναντι της αντίστοιχης καβαφικής. Η εθνικά συντεταγμένη

ποίηση της εποχής δύσκολα θα μπορούσε να δεχθεί τα «καινά δαιμόνια» και η

γλωσσική κοσμογονία του Παλαμά παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά της. Η ποιητική

ιδιοτροπία του Καβάφη μοιάζει καταδικασμένη εκ των προτέρων. Ο ίδιος αποφεύγει

οποιαδήποτε μετωπική σύγκρουση με τον μεγάλο αντίζηλο και ετεροχρονίζει την

επίλυση της διαφοράς τους, όταν φέρεται να λέει: «Είμαι ο ποιητής των επόμενων

γενεών». Το μέλλον θα τον δικαιώσει απόλυτα.

Όμως η συνεισφορά του Καβάφη δεν εξαντλείται σε αυτό. Μετά το αρχικό

μπινγκ-μπανγκ της ποιητικής του κοσμογονίας το καβαφικό σύμπαν μοιάζει να

διαστέλλεται συνεχώς κερδίζοντας νέα ερείσματα στο παγκόσμιο λογοτεχνικό

στερέωμα. Σε όσους αναρωτιούνται ακόμα αν στο σύμπαν αυτό η επίσημη Ιστορία

αποτελεί διάσταση του Έρωτα ή το αντίθετο δύσκολα θα μπορούσε κανείς να

απαντήσει. Το σίγουρο είναι ότι τους στίχους του ποιητή διατρέχει ένας γνήσιος

αλεξανδρινός αισθησιασμός.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης, εντέλει, είναι ο άνθρωπος που σκηνογράφησε μια

ολόκληρη πόλη στη λογική ενός κινηματογραφικού σκηνικού με συντεταγμένες που

όρισε ο ίδιος. Μετά τον Καβάφη η λέξη Αλεξάνδρεια είναι περισσότερο μια

λογοτεχνική σύμβαση, μια Καβαφική επινόηση και λιγότερο μια πραγματική

πολιτεία. Είναι περισσότερο ένας μύθος που αναζητά αφηγητές.

Προσωπικά ως δημιουργός ενός μυθιστορήματος στο οποίο πρωταγωνιστεί η

ίδια η Αλεξάνδρεια αισθάνομαι ότι συνέχισα απλώς από εκεί που σταμάτησε ο

ποιητής υπό την έννοια πως και η δική μου πόλη έχεις τις καβαφικές συντεταγμένες

της. Κι αν εκείνος δεν αναφέρεται παρά ελάχιστα στις «Μέρες Αλεξάνδρειας», σας

βεβαιώνω ότι είναι πανταχού παρών. Άλλωστε στο μυθιστόρημα όπως και στην

ποίηση αυτό που παραλείπεται είναι συνήθως το πιο σημαντικό.

Ο Καβάφης σκηνοθέτησε μια ολόκληρη πόλη, ουσιαστικά δικής του

επινόησης, με συντεταγμένες που όρισε ο ίδιος. Ύστερα από αυτόν η Αλεξάνδρεια

είναι περισσότερο ένας μύθος που αναζητά αφηγητές.

«Πρέπει να αποφασίσεις αν γράφεις ποίηση ή πεζογραφία, αν είσαι ποιητής ή

Πεζογράφος», συμβούλεψε κάποτε ο Τ.Σ. Έλιοτ τον Λόρενς Ντάρελ με αφορμή

κάποιο χειρόγραφο που ο τελευταίος του υπέβαλε προς έγκριση.

Ο Ντάρελ θα απαντούσε λίγα χρόνια αργότερα γράφοντας μυθιστόρημα με

άκρως ποιητικό λόγο. Ο Ιρλανδός απέδειξε ότι ο ποιητής δεν μπορεί να είναι και

πεζογράφος, ο πεζογράφος, ωστόσο, οφείλει και μπορεί να είναι ποιητικός. Στην

τετραλογία του για την Αλεξάνδρεια, με την αναρχία της πλοκής,

δημιούργησε αφηγηματικά ένα μαλάκιο χωρίς ραχοκοκαλιά. Ένα κόσμο ανερμήνευτο

που βρίθει από συμβολισμούς και αξεδιάλυτα συμπλέγματα, από μικρούς Τιτανικούς

και αναπόφευκτες συμφορές. Ιουστίνη, Βαλτάσαρ, Μαουντόλιβ και Κλέα. Τέσσερις

αντανακλάσεις της πόλης-Φάρου. Στις τρεις πρώτες περνά η προπολεμική

Αλεξάνδρεια βυθισμένη στη χαύνωση, στην ηδυπάθεια και στον μυστικισμό. Την

τελευταία κατακλύζει η οδύνη του πολέμου. Θα άξιζε κανείς να διαβάσει το

Αλεξανδρινό Κουαρτέτο, αν μη τι άλλο για τις ανεπανάληπτες στοχαστικές στιγμές

του, όπου η δράση ακινητεί και ο αφηγητής φιλοσοφεί αριστουργηματικά περί τα

μείζονα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Η Καβαφική πόλη μοιάζει εδώ με

υδατογράφημα και το αποτύπωμά της ψηλαφίζει κανείς σε κάθε σκέψη, κάθε

επεισόδιο, κάθε μικρή ή μεγάλη στιγμή των ηρώων. Η τολμηρή ματιά του Ντάρελ

πάνω στα πράγματα είναι δάνειο από τον Αλεξανδρινό ποιητή.

Εξίσου ρηξικέλευθος και ο δικός μας Στρατής Τσίρκας αρθρώνει ένα από

τους πιο πειστικούς μυθιστορηματικούς λόγους στην νεοελληνική λογοτεχνία του

20ου αιώνα. Η Αλεξανδρινή μυθολογία όπως την όρισε ο Καβάφης επανέρχεται έστω

και καθυστερημένα, στον τρίτο τόμο, στη Νυχτερίδα, προκειμένου να δώσει

συνέχεια, να επιβεβαιώσει και να εμπλουτίσει το μύθο της πόλης. Η Αλεξάνδρεια του

Τσίρκα είναι η μεστή εμπειρία μιας ολόκληρης ζωής στη Νειλοχώρα, μέσα από την

οποία ο Έλληνας συγγραφέας αναζητά απαντήσεις για τον παραλογισμό της

διχαστικής πολιτικής στα χρόνια του πολέμου που θα οδηγήσει στον εμφύλιο. Το

ερώτημα βέβαια δεν είναι αν τις δίνει, αλλά αν έγραψε μια επιτυχημένη τριλογία. Οι

προθέσεις άλλωστε ενός συγγραφέα δεν αφορούν κανένα ούτε καν τον ίδιο. Στη

δεύτερη σελίδα πρώτος αυτός τις έχει κιόλας ξεπεράσει. Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες

είναι εντέλει η ελληνική απάντηση στην πρόσκληση του Καβάφη για διάλογο και όχι

η μόνη, θέλω να πιστεύω, αφού τόσο οι Μέρες Αλεξάνδρειας όσο και η Άρια, το

πρώτο και τρίτο μέρος της δικής μου τριλογίας για τον κοσμοπολιτισμό δίνουν το

παρών σ’ αυτό το λογοτεχνικό προσκλητήριο.

Επί χρόνια αναζητούσα το ισχυρό αστικό φόντο που θα μου επέτρεπε να

δημιουργήσω ένα κλασικό μυθιστόρημα και η Αλεξάνδρεια υπήρξε για μένα

αποκάλυψη. Καταγράφονται βέβαια πολλές μητροπόλεις στην ανατολική λεκάνη της

Μεσογείου: Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Βηρυτός, Θεσσαλονίκη, όμως η πόλη του

Καβάφη ήταν εκείνη που με κέρδισε. Ίσως γιατί καμία άλλη δεν διέθετε ένα τόσο

σπουδαίο ποιητή. Η Καβαφική ματιά προδιέγραψε τους ήρωές μου και τη μοίρα τους.

Στις Μέρες Αλεξάνδρειας πρωταγωνιστεί η ίδια η πόλη και γίνεται το

καλειδοσκόπιο μέσα από το οποίο παρατηρεί κανείς τα συγκλονιστικά γεγονότα του

εικοστού αιώνα. Ο αναγνώστης γίνεται μάρτυρας ενός κόσμου που γερνά και

πεθαίνει μέσα σε δύο διαδοχικούς παγκόσμιους πολέμους. Πολυγλωσσία,

κοσμοπολιτισμός, πνευματικός τυχοδιωκτισμός, ο θρίαμβος του εμπορίου,

διπλωματία, κατασκοπία, ανομολόγητα πάθη… Για όλα αυτά είχε μιλήσει με

αλληγορικό τρόπο ο ποιητής:

Ευτυχής κληρονόμος μιας μεγάλης παράδοσης μολύνθηκα με την σειρά μου από

την σαγήνη και την ηδυπάθεια της Ανατολής σε μια εποχή που ο πνευματικός

τυχοδιωκτισμός κάθε κοσμοπολίτη επινοούσε πάθη και απολαύσεις πέραν πάσης

φαντασίας. Γιατί τι άλλο είναι, τι άλλο μπορεί να είναι τελικά οι Μέρες

Αλεξάνδρειας παρά ένα συναξάρι των ανθρώπινων αδυναμιών με το χρώμα και το

άρωμα της εκμαυλίστριας πόλης…

 

Οι φευγαλέες αντανακλάσεις της Αλεξάνδρειας στην Άρια, στο νέο μου

μυθιστόρημα οδηγούν σ’ ένα Κάιρο μεσούντος του πολέμου το οποίο μοιάζει με

θερμοκήπιο ειρήνης. Εξίσου πλανεύτρα και μαγευτική η αιγυπτιακή πρωτεύουσα

γίνεται ο αντίποδας της Αλεξανδρινής μυθολογίας, αλλά χωρίς τον Καβάφη και την

Μεσόγειο θα ήταν δύσκολο να επισκιάσει την αγαπημένη πόλη του Μεγάλου

Αλεξάνδρου.

***

ΣτεφανάκηςΟ Δημήτρης Στεφανάκης γεννήθηκε το 1961. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Έχει μεταφράσει έργα των Σωλ Μπέλοου, Ε.Μ. Φόρστερ, Γιόζεφ Μπρόντσκι και Προσπέρ Μεριμέ. Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Φρούτα εποχής» κυκλοφόρησε το 2000 (εκδόσεις Ωκεανίδα). Ακολούθησαν: «Λέγε με Καΐρα» (Ωκεανίδα, 2002), «Το μάτι της επανάστασης έχει αχρωματοψία» (Ωκεανίδα, 2005), «Μέρες Αλεξάνδρειας» (εκδόσεις Πατάκη, 2007, β’ έκδ. Ψυχογιός 2011, μεταφράστηκε στα γαλλικά, τιμήθηκε με το Prix Mediterranee Etranger 2011 και στη συνέχεια μεταφράστηκε στα ισπανικά και στα αραβικά), «Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι» (Εκδόσεις Πατάκη, 2009), «Θα πολεμάς με τους θεούς» (Εκδόσεις Πατάκη, 2010), «Φιλμ νουάρ» (Ψυχογιός, 2012). Ο Δημήτρης Στεφανάκης έχει τιμηθεί με το Διεθνές Βραβείο Καβάφη, το 2011, και ήταν υποψήφιος για το Prix du Livre Europeen της ίδιας χρονιάς.

***

Σημ.: Ευχαριστούμε τον Δρ Παναγιώτη Καμπάνη για την ευγενική παραχώρηση του κειμένου.

Ο αρχαιολόγος-ιστορικός Παναγιώτης Καμπάνης απαντά στις ερωτήσεις μας για τον… «προσωπικό του Καβάφη»

Προσωπικός Καβάφης: Ποιο ποίημα του Κ. Π. Καβάφη ξεχωρίζετε;

Παναγιώτης Καμπάνης: Όλα και κανένα. Συμφωνώ απόλυτα με την άποψη του Σεφέρη, ότι το έργο του Καβάφη δε θα έπρεπε να διαβάζεται σαν μια σειρά  από μεμονωμένα ποιήματα, αλλά σαν ένα μεγάλο ποίημα που αποτελείται από επιμέρους κομμάτια. Μόνο έτσι θα μπορούμε  να ανακαλύπτουμε διαρκώς τον αληθινό Καβάφη.

Π.Κ.: Ποιος είναι ο αγαπημένος σας στίχος από το έργο του;

Π.Κ.: Ένας στίχος που τον λέω καθημερινά στον εαυτό μου και στα δυο μου παιδιά:

«Κι αν δε μπορείς να κάνεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις, τούτο προσπάθησε τουλάχιστον όσο μπορείς, μην την εξευτελίζεις». 

Π.Κ.: Ποιο θεωρείτε ότι είναι το χαρακτηριστικό που καθιστά την ποίησή του ιδιαίτερη;

Π.Κ.: Ο κόσμος του Καβάφη είναι πολυμερής, το έργο του πολυεδρικό και πρισματικά πολύπλευρο, έτσι που η όποια προσπάθεια να συλλάβουμε το νόημά του από μια μονάχα οπτική γωνία, είναι καταδικασμένη από τα πριν σε αποτυχία. Αναμφίβολα δεν είναι εύκολο να οριοθετήσει κανείς ξεκάθαρα σε θεματικούς κύκλους την ποιητική του.

Στο σύνολο του έργου του Καβάφη ανακαλύπτουμε την ψυχή του χρόνου που πέρασε. Τη διατυπωμένη ηχώ του παρελθόντος, όταν το σώμα και τα υλικά στοιχεία που το αποτελούσαν έχουν τελείως χαθεί σαν ένα όνειρο. Καθετί που έκανε, σκέφτηκε, κέρδισε ή δημιούργησε, όλα αυτά βρίσκονται, σαν μια μαγική παρακαταθήκη, στις σελίδες των βιβλίων του.

Στα ποιήματά του αποτυπώνονται η φιλοσοφική του σκέψη, η ιστορική γνώση και το ερωτικό στοιχείο. Όσον αφορά στα ιστορικά του ποιήματα, ιδιαίτερα, οφείλουμε να λάβουμε υπ’ όψη μας ότι τα συνέθεσε βιώνοντας την ατμόσφαιρα μιας πόλης, της Αλεξάνδρειας, που έγινε κατά το ελληνιστικό της παρελθόν χωνευτήρι λαών και σταυροδρόμι πολιτισμών. Οι ήρωες του είναι γνωστά ιστορικά πρόσωπα ή γεννήματα της φαντασίας του και ο ποιητής αφηγείται στους χαρακτήρες που πλάθει ανθρώπινες συμπεριφορές, σημαδεμένες από κάθε πρόσκαιρο της επιτυχίας και τη μοίρα που εξουδετερώνει την ανθρώπινη θέληση.

Π.Κ.: Γράψτε μας μία ιδέα του ποιητή με την οποία συμφωνείτε και μία με την οποία διαφωνείτε.

Π.Κ.: «Aνέγνων, έγνων, κατέγνων». (διάβασα, κατάλαβα, καταδίκασα)

«Aνέγνως, αλλ’ ουκ έγνως• ει γαρ έγνως, ουκ αν κατέγνως» (διάβασες αλλά δεν κατάλαβες, αν καταλάβαινες, δε θα καταδίκαζες).

Π.Κ.: Ο Κ. Π. Καβάφης είναι για σας περισσότερο ελληνικός, οικουμενικός, αισθησιακός, ανατρεπτικός, αινιγματικός, όλα μαζί ή… (και) κάτι άλλο;

Π.Κ.: Ο Καβάφης, καλύπτει όλη την ελληνική διαχρονία, από την αρχαιότητα, τα ελληνιστικά χρόνια, τα βυζαντινά ακόμα μέχρι τα σημερινά, με τρόπο ελληνικό, επιβεβαιώνοντας αυτό που ο ίδιος υποστήριζε «δεν είμαι Έλλην, είμαι Eλληνικός». Ίσως ακούγεται ειρωνικό, αλλά είναι τελείως αληθινό. Την περίοδο που δεν υπήρχε συγκροτημένο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, υπήρχε ένας τεράστιος σε δύναμη και δημιουργικότητα ελληνισμός απλωμένος σε όλα τα πλάτη και μήκη του Κόσμου. Όταν δημιουργήθηκε το πρώτο ελληνικό κράτος μετά την επανάσταση, ο ελληνισμός συρρικνώθηκε έως ότου εξαφανίστηκε!!!

Δεν υπάρχει ίσως άλλος ποιητής που να εξέφρασε τόσο έγκυρα τον ποιητικό του κόσμο με την επίμονη αυτή αναδρομή στην ιστορία. Το ιστορικό παρελθόν τον βοήθησε να πετύχει, μέσα από την απόκρυψη, συνηθισμένη στην ποιητική του, την πιο καίρια έκφραση• κάτω από τη συσκότιση ή το προσωπείο της ιστορίας η φωνή τουλάχιστον για τους μυημένους, να γίνεται εναργέστερη. Πέρα όμως από τη βασική αυτή διαπίστωση, η γοητεία του ιστορικού παρελθόντος, μαγικά ξαναζωντανεμένου από τον ποιητή, έρχεται να προστεθεί στην υποβλητική γοητεία της ποίησης. Μια τέτοια ποίηση, τόσο διαφορετική από ότι ήταν ως τότε γνωστό και καθιερωμένο, επόμενο ήταν να χρησιμοποιήσει και τρόπους εκφραστικούς ολότελα καινούριους.

Π.Κ.: Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, η στάση ζωής που προτείνει ο ποιητής με το έργο του;

Π.Κ.: «Οι τα φαιά φορούντες και περί ηθικής λαλούντες».

Αλίμονο από τους ηθικούς που είναι ηθικοί γιατί δεν μπορούν να είναι ανήθικοι και από τους τίμιους που είναι τίμιοι γιατί δεν μπορούν να είναι άτιμοι…

Η νεότερη κριτική, χωρίς να αρνηθεί τον ιδιότυπο ερωτισμό ως ένα βασικό συστατικό της ποίησής του, λυτρώθηκε από την επίμονη προσήλωση στο στοιχείο αυτό και μόνο, και επισήμανε άλλα στοιχεία, εξίσου βασικά, όπως τη δραματικότητα, το διδακτισμό, τη σχέση των ποιημάτων του με τα ιστορικά γεγονότα. Ο πολυσυζητημένος ερωτισμός του Καβάφη, ερμηνεύεται καλύτερα όταν τον προσεγγίζεις με την πλατωνική και χριστιανική αντίληψη περί θείου έρωτα, παρά μέσω μιας ανήθικης-ηθικής πορνογραφίας. Από την ηλικία των 30 περίπου ετών ο Καβάφης μέσα από τα ποιήματα του ‘’θυμάται’’. Άνθρωπος που ζει με τις μνήμες του, σημαίνει ότι δεν έχει παρόν.   

Ο ίδιος ο Καβάφης μέσα από το προφητικό του (;) ποίημα Κρυμμένα μας αποκαλύπτει τον τρόπο που ο ίδιος ήθελε να τον θυμόμαστε:

Απ’ όσα έκαμα κι απ’ όσα είπα

να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν

……………

Η πιο απαρατήρητές μου πράξεις

και τα γραψίματά μου τα πιο

σκεπασμένα,

από εκεί μονάχα θα με νοιώσουν.

Π.Κ.: Πιστεύετε ότι ο ποιητής έχει να πει κάτι στους σημερινούς έφηβους, τη γενιά των κινητών, του Facebook αλλά και της κρίσης;

Π.Κ.: Ως αρχαιολόγος–ιστορικός εκείνο που έμαθα είναι ότι οι άνθρωποι ήταν, είναι και θα είναι για πάντα άνθρωποι. Έτσι και οι έφηβοι του σήμερα δεν διαφέρουν από τους εφήβους του χθες, ούτε και από αυτούς του αύριο. Η πρώτη μου «γνωριμία» με τον Καβάφη έγινε στην ηλικία των 14 ετών, όταν ως μαθητής της Β’  Γυμνασίου επέλεξα να γράψω μια εργασία για το έργο του. Ήταν η περίοδος της μεταπολίτευσης και υποτίθεται πως η λογοκρισία ανήκε στο παρελθόν. Και όμως. Όταν ανέφερα τον λογοκριμένο στίχο από την Ιθάκη «τα ηδονικά μυρωδικά» καθώς και για τον ερωτισμό που διακρίνουμε στο σύνολο του έργου του, δεν κατάλαβα ότι έκανα την πρώτη μου επανάσταση. Το συμβούλιο των καθηγητών αποφάσισε να με αποβάλει από το σχολείο με την δικαιολογία ότι προτρέπω τους αθώους συμμαθητές μου στην ακολασία με σύμμαχο φυσικά τον «κίναιδο» όπως τον αποκάλεσαν Καβάφη. Ευτυχώς που είχα έναν πατέρα με πολύ ανοιχτό μυαλό, πολιτικά δραστηριοποιημένο στην Θεσσαλονίκη με κοινή αποδοχή. Στην «δίκη» ο συνήγορος-πατέρας μου κατάφερε να εξοντώσει όλους τους ανώτερους αντιπάλους μου.  

Π.Κ.: Ποιο από τα ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη θεωρείτε ότι είναι πιο επίκαιρο από ποτέ;

Π.Κ.: Τα περισσότερα από τα ποιήματά του έχουν έναν εντυπωσιακά επίκαιρο χαρακτήρα, κι αυτό θεωρείται ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία της καβαφικής ποίησης που την κάνει διαχρονική. Η Ιθάκη, Περιμένοντας τους βαρβάρους, Η τράπεζα του μέλλοντος, Τα παράθυρα, Τα τείχη, Το πρώτο σκαλί, Κεριά, Che Fece…Il Gran Rifiuto, …να συνεχίσω να γράψω τους τίτλους και των  268 ποιημάτων του;

Π.Κ.: Γράψτε μας τρεις (3) λέξεις που σας θυμίζουν τον Κ. Π. Καβάφη.

Π.Κ.: Α. Σεμνότητα. Β. Αυτογνωσία. Γ. Αντι-κατάθλιψη (όταν η αισιοδοξία πηγάζει μέσα από την απαισιοδοξία).

Π.Κ.: Αν ζούσε σήμερα ο ποιητής, θα έπαιρνε το Νόμπελ Λογοτεχνίας;

Π.Κ.: Να το κάνει τι; Πόσους νομπελίστες η Ιστορία έριξε στην Λίμνη της Λήθης και πόσους ποιητές σαν τον Καβάφη τοποθέτησε στον Όλυμπο ως ημίθεους; Ο Καβάφης απέφευγε να δημοσιεύει τα ποιήματά του, τα βραβεία πιστεύετε ότι τον ενδιέφεραν; Το 1891 έγραψε ο ίδιος για την ποίηση στην εφημερίδα Τηλέγραφος της Αλεξάνδρειας: «…αι μεγάλαι ιδέαι, εν ενί λόγω η θεία έμπνευσις είναι δώρα απορρέοντα κατ’ ευθείαν εκ της φύσεως, ων το μυστικόν γνωρίζει αυτή μόνη και κρύπτει μη εννοούσα να την κάμνουν συναγωνισμόν».

Άλλωστε εδώ και ένα αιώνα ο Καβάφης βρίσκεται στις κορυφαίες θέσεις της παγκόσμιας διανόησης, όπου τον τοποθέτησαν, όχι οι ακαδημαϊκοί αλλά ο απλός κόσμος. 

***

ΚαμπάνηςΟ Παναγιώτης Καμπάνης είναι απόφοιτος του Αρχαιολογικού Τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου και Διδάκτορας της Ιστορίας και του Πολιτισμού της Ύστερης Αρχαιότητας, του τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας της Σχολής Επιστημών του Ανθρώπου του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Το θέμα της διατριβής του: «Τα φυλακτά της Ύστερης αρχαιότητας, η διατήρηση και ο μετασχηματισμός τους από τη χριστιανική κοινωνία».

Εδώ και 25 χρόνια εργάζεται ως Αρχαιολόγος στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, που υπάγεται στο Υπουργείο Πολιτισμού, Παιδείας & Αθλητισμού.

Στην μέχρι τώρα καριέρα του έχει επιμεληθεί πάνω από 47 αρχαιολογικές εκθέσεις , 12 σύγχρονης τέχνης και σημαντικό αριθμό πολιτιστικών εκδηλώσεων. Έχει γράψει 8 βιβλία-μονογραφίες, δημοσίευσε πάνω από 40 άρθρα σε διάφορα διεθνή περιοδικά, επιμελήθηκε ή συμμετείχε σε 6 ψηφιακές εκδόσεις και είναι ενεργό μέλος σε 16 Ιδρύματα  στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Το τέλος του Κ.Π.Καβάφη (29 Απριλίου 1933)

File 29-4-15 - 18 03 15[…] Τις τελευταίες στιγμές του Καβάφη περιγράφει και ο Γ. Α. Παπουτσάκης, σε επιστολή του προς τον Γ. Βρισιμιτζάκη στις 15 Μαϊου 1933: «Πέθανε στο Ελληνικό Νοσοκομείο, όπως σας έγραψα και πιο πάνω στας 2 και 5. Οι τελευταίες του ώρες ήταν πολύ ήσυχες. Εγώ ήμουν στο Νοσοκομείο όταν εξεψύχησεν-ήμουν εκεί από τας 7 το απόγευμα της Παρασκευής μέχρι τας 4 του Σαββάτου το πρωί. Από το πρωί της Παρασκευής (μάλλον από το μεσημέρι) έχασε τας αισθήσεις του, αλλά μέχρι της τελευταίας του στιγμής σχεδόν είχε πού και πού στιγμές πολύ lucides. Το βράδυ, περί τα 9 σκεφθήκαμε να φέρωμε ιερέα να τον κοινωνήση, αλλά εφοβούμεθα για την εντύπωσι που θα του έκαμνε. Επιτέλους, η Κα Σεγκοπούλου, όταν ήλθεν ο ιερεύς, τον πλησιάζει και του λέγει: «Ήλθεν ο ιερεύς να σας κοινωνήση. Θέλετε;» Εκείνος που μέχρι της στιγμής εκείνης, καθισμένος στην πολυθρόνα του, μόλις μπορούσε μνα σαλέψη τα χέρια του, έγνεψε μ’ ευχαρίστησι καταφατικά. Ο ιερεύς του έψαλε τα σχετικά και ακολούθως του έδωσε θεία μετάδοσι. Τότε ο Καβάφης εσήκωσε τα χέρια του ψηλά όσο μπορούσε ικανοποιημένος. Δεν ξέρω αν ήταν σημείο αγαλλιάσεως ή αν εζητούσε συγχώρησι από τον Θεόν που επίστευε. Σας περιγράφω εν ολίγοις τη σκηνή, γιατί είνε χαρακτηριστική. Φαντάζομαι ότι θα πέθανε αισθανόμενος τον εαυτό του ευτυχσμένο, σαν τον Κυρ-Μανουήλ τον βασιλέα, ντυμένος μες στην πίστι του σεμνότατα. Στο κρεββάτι δεν ήθελε να πλασιάσει παρά λίγες ώρες πριν ξεψυχήσει. Ήτανε θάνατος αξιοπρεπούς ανθρώπου, αληθινά αξιοπρεπούς.» […]

«Ποιητή, με λύπη σ’ αποχαιρετά η πατρίδα και η Αλεξάνδρεια που σε χάνει.»
Σύμφωνα με μεταγενέστερη αφήγηση αυτόπτη, «έκανε ζέστη τη μέρα εκείνη και ο κόσμος λίγος στην κηδεία-ο ποιητής οδηγήθηκε στο νεκροταφείο με την απλότητα και τον λακωνισμό που άφησαν τ’ αχνάρια τους και πάνω στη ζωή του.»
Στο ελληνικό κοιμητήριο του Σιάτμπι, όπου θάφτηκε, το ίδιο απόγευμα στον οικογενειακό τάφο των Καβάφηδων, αποχαιρέτησε τον ποιητή, εκ μέρους των ελλήνων διανοουμένων (που είχαν καλύψει το φέρετρό του με στεφάνι δάφνης), ο Απόστολος Λεοντής.
Στην πλάκα του τάφου του γράφτηκε, όπως είχε γραφτεί και στο τελευταίο του διαβατήριο, η μοναδική ιδιότητα με την οποία θα τον θυμάται ολόκληρη η ανθρωπότητα:

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
ΠΟΙΗΤΗΣ
ΘΑΝΩΝ ΕΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΤΗΝ 29ΗΝ
ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1933

«Στις 29 Απριλίου 1933 (ημέρα των γενεθλίων του) ο κύριος Κωστής Πέτρου Φωτιάδης Καβάφης, χάρη σε μια εκπληκτική συνέπεια της Μοίρας απέναντι στον ακριβέστερο εξόριστο άρχοντα του ελληνικού λόγου, έκλεισε στη γενέτειρά του τον εβδομηντάχρονο κύκλο της επίγειας ζωής του, και πέρασε στον κύκλο της αιωνιότητας: έγινε, οριστικά, ο Καβάφης.»

Πηγή: Δ. Δασκαλόπουλος-Μ. Στασινοπούλου, Ο βίος και το έργο του Κ.Π.Καβάφη, εκδ. Μεταίχμιο