Νάσος Βαγενάς, Ενας ιδιάζων ποιητής

Χειρόγραφο του Κ.Π.Καβάφη

Χειρόγραφο του Κ.Π.Καβάφη

Η διαμόρφωση, η διακίνηση, η απήχηση και η κριτική της ποίησης του Καβάφη χαρακτηρίζονται από ορισμένα γνωρίσματα που μπορούμε να τα θεωρήσουμε μοναδικά• τόσο μοναδικά όσο και η ίδια η καβαφική ποίηση.

Η βραδεία ωρίμανση
Η διαμόρφωση: Δεν γνωρίζω αν υπάρχει άλλος ποιητής, μείζων ή ελάσσων, που να παρουσιάζει ωρίμανση τόσο βραδεία και επίμοχθη όσο η δική του και τόσο μεγάλη ποιοτική διαφορά ανάμεσα στα πρώτα ποιήματα που δημοσίευσε και στα ποιήματα της ωριμότητάς του. Από τις «ανακρεόντειες» στροφές του αποκηρυγμένου «Βακχικού» (1886):

Ω! υγιής του οίνου μου ζέσις. Απομακρύνεις

πάσαν ψυχράν επιρροήν. Φθόνου ή καταισχύνης,

ή μίσους, ή διαβολών, δεν με εγγίζει κρύο•

δότε να πίω…

ως τον δραματικό μονόλογο του «Φιλέλλην» (1912):

Την χάραξι φρόντισε τεχνικά να γίνει.

Εκφρασις σοβαρή και μεγαλοπρεπής.

Το διάδημα καλλίτερα μάλλον στενό•

εκείνα τα φαρδιά των Πάρθων δεν με αρέσουν…

η απόσταση είναι εκείνη που χωρίζει τον στιχουργό από τον μεγάλο ποιητή. Το ενδιαφέρον στη διαδικασία της ωρίμανσής του δεν είναι τόσο η βραδύτητα με την οποία ο Καβάφης οικοδομεί τα στοιχεία που θα συνθέσουν εκείνο που ονομάζουμε καβαφική φωνή, όσο η δυσκολία με την οποία απαγκιστρώνεται από στοιχεία ξένα προς τον ήχο της: την ίδια στιγμή (1917) που δημοσιεύει ποιήματα όπως το «Για τον Αμμόνη…»:

Ραφαήλ, ολίγους στίχους σε ζητούν

για επιτύμβιον του ποιητή Αμμόνη να συνθέσεις…

γράφει (και κρατάει) στίχους όπως:

Από σκυλιά, πιστεύω τρία θα μ’ έφθαναν.

Θα ‘θελα και δυο άλογα (καλά είναι τ’ αλογάκια).

(«Σπίτι με κήπον»)

 

Ένα νέο μόρφωμα

Όμως το πλέον ιδιότυπο στην ποιητική διαμόρφωση του Καβάφη είναι το τελικό της αποτέλεσμα: το πλάσιμο, μέσα από την πορεία στις διάφορες τεχνοτροπίες του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα (ρομαντισμός, παρνασσισμός, συμβολισμός, αισθητισμός) και με την ταυτόχρονη συνομιλία με ορισμένες μορφές της αρχαίας ελληνικής ποίησης (κυρίως με το επίγραμμα), ενός ιδιάζοντος ποιητικού λόγου• μιας ποίησης που η διαφορά της από κάθε άλλη ποίηση της νεότερης εποχής βρίσκεται στο ότι δεν αποτελεί εξέλιξη μιας προηγούμενης ποιητικής μορφής ούτε ρήξη με την παράδοση, αλλά ένα νέο μόρφωμα που περιέχει την παράδοση, όμως υπερβαίνοντάς την τόσο, ώστε να δίνει την αίσθηση ότι αποκόπτεται από αυτήν.
Ο Καβάφης το επιτυγχάνει αυτό επεξεργαζόμενος το παρνασσικό μοντέλο (κατά βάσιν: την παρνασσική χρήση της ιστορίας) με τη βοήθεια μιας «πεζής» – αδιανόητης για την ποίηση της εποχής – γλώσσας και με τη συνδρομή στοιχείων και από τις άλλες τεχνοτροπίες με τις οποίες συνδιαλέγεται (ανάμεσα στις οποίες και εκείνη του Browning με τον δραματικό, όπως έδειξε ο Edmund Keeley, μονόλογό της). Για την ακρίβεια το κατορθώνει αντιστρέφοντας, με τη βοήθεια του Browning, την παρνασσική χρήση της ιστορίας: τα ιστορικά του ποιήματα διαφέρουν από τα παρνασσικά ιστορικά κατά το ότι δεν αναζητούν το θέμα τους στο παρελθόν αλλά χρησιμοποιούν την ιστορία για να μιλήσουν και για το παρόν• δηλαδή εφαρμόζουν μιαν «ιστορική μέθοδο» ανάλογη με τη «μυθική μέθοδο» που θα χρησιμοποιήσουν σε λίγο οι μοντερνιστές. Όμως ο Καβάφης ανοίγει τον δρόμο του δικού του μοντερνισμού κατά το ότι χρησιμοποιεί την «ιστορική μέθοδό» του όχι με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούν οι μοντερνιστές τη «μυθική μέθοδο»: ενώ σε αυτούς η συνταύτιση του παρόντος με το παρελθόν γίνεται αποσπασματικά ή υπαινικτικά, στον Καβάφη το ιστορικό προσωπείο καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του ποιήματος. Έτσι, στον βαθμό που η αποκοπή από τις περιβάλλουσες τεχνοτροπίες καθιστά δυσπροσδιόριστη και δυσταξινόμητη την τεχνοτροπία του καβαφικού μορφώματος, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε την ποίηση του Καβάφη καινοφανή ποίηση.

Η ταχεία αναγνώριση
Ιδιότυπη ήταν και η διακίνηση της ποίησής του. Η δημόσια παρουσίαση ποιημάτων του γινόταν μόνο μέσα από περιοδικά. Τα «φυλλάδια» μεμονωμένων ποιημάτων, τα «τεύχη» με επιλογές ποιημάτων και τις «συλλογές» στις οποίες συσσωμάτωνε τα «φυλλάδια» ο Καβάφης τα τύπωνε εκτός εμπορίου «διά κυκλοφορίαν μεταξύ φίλων». Πρόκειται, παρατηρεί ο Γ. Π. Σαββίδης μελετώντας και τους πίνακες αποδεκτών των ποιημάτων, για «έναν κύκλο διανομής κατεξοχήν «οικογενειακό», όπου τα περισσότερα από τα ονόματα ανήκουν σε συγγενείς, φίλους και γνώριμους του ποιητή, κυρίως Αλεξανδρινούς, ενώ ελάχιστα είναι τα ονόματα γνωστών ελλαδικών λογίων».
Και όμως ο Καβάφης με αυτόν τον «διά χειρός» τρόπο διακίνησης των ολίγιστων και σύντομων (σε σύγκριση με την πληθωρική παραγωγή άλλων μεγάλων ποιητών της εποχής: του Παλαμά, του Σικελιανού) και «πεζολογικών» (εν μέσω μιας λυρικοπαθούς έκφρασης) ποιημάτων του κατόρθωσε γρήγορα, με τους ώριμους στίχους του, να εγκαθιδρύσει επιβλητικά την ποιητική του παρουσία• πολύ γρήγορα, θα λέγαμε, και πολύ επιβλητικά, αν σκεφτούμε ότι ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1920, όταν ο πλέον ενημερωμένος αναγνώστης του δεν θα μπορούσε να γνωρίζει παρά μόνο λίγο περισσότερα από εκατό ποιήματά του (από τα 154 του καβαφικού κανόνος), ο Καβάφης θεωρείται από όχι λίγους, και σημαντικούς, λογίους (από περισσότερους απ’ όσους σημαντικούς τον αμφισβητούν) κορυφαίος ποιητής. («Μία από τις λίγες ποιητικές μας δόξες»: Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, 1923• «πολύ μεγάλος ποιητής»: Ν. Λαπαθιώτης, 1924• «μία από τις πιο ξεχωριστές φυσιογνωμίες του ελληνισμού»: Ι. Γρυπάρης, 1924• «ανάμεσα στα μεγάλα ποιητικά αναστήματα της νεοελληνικής ποίησης»: Π. Χάρης, 1926• κ.ο.κ.). Απ’ όσο γνωρίζω – και μιλώ για την έως σήμερα υποδοχή, ελληνική και διεθνή, του Καβάφη – κανένας ποιητής του αιώνα του (αλλά και των προηγούμενων αιώνων) δεν είχε, αναλογικά, ταχύτερη, ισχυρότερη και διαρκέστερη απήχηση με τόσο μικρό ποσοτικά έργο.

Ενα κριτικό αίνιγμα
Αλλά και κανένας ποιητής του αιώνα του δεν κινητοποίησε, δεν ταλάνισε και δεν γονιμοποίησε τόσο τη λογοτεχνική κριτική. Η ιδιοτυπία της καβαφικής ποίησης έθετε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, το οποίο παρουσιαζόταν στα μάτια της κριτικής με τη μορφή ενός αινίγματος: πώς ήταν δυνατόν η πεζολογία της καβαφικής γλώσσας να παράγει ποιητικό αποτέλεσμα παρόμοιο μ’ εκείνο της λυρικής γλώσσας; Την παραστατικότερη περιγραφή του αινίγματος τη διατύπωνε ο Τέλλος Άγρας, που έγραφε το 1933:
«Επιτρέψτε μου να μεταχειριστώ μια γραφική αλληγορία. Πάνω στο γραφείο μου έχω μια γυάλινη σφαίρα, για να πατά τα φύλλα των χαρτιών, από εκείνες που έχουν σ’ ένα τους τμήμα την επιφάνεια επίπεδη. Όσο δεν βρίσκει κανείς την επίπεδη επιφάνεια, η σφαίρα κυλά. Το «αυγό του Κολόμβου» κι αυτή η επίπεδη επιφάνεια είναι το ίδιο.

Λοιπόν αυτό είναι: η παρόμοια πλευρά του έργου του Καβάφη δεν έχει βρεθεί. Γιατί η βάσις μας λείπει. Υπάρχει όμως. Κάποιος θα την εύρει. Τώρα τη διαισθανόμεθα. Είναι κάποια πλευρά του έργου, κάποιο μυστικό του, κάποιο φανερό του ίσως μα που κανείς ακόμη δεν τ’ ονομάτισε. Το όνομά του θα είναι μια λέξη, μια απλή λέξη• μα λέξη αποκαλυπτική».
Αυτή την πλευρά του καβαφικού έργου η κριτική ήδη από τη δεκαετία του 1920 (και ο ίδιος ο Άγρας) την είχε σε μεγάλο βαθμό προσδιορίσει, όμως ανεπίγνωστα και περιφραστικά, χωρίς να έχει βρει την κατάλληλη λέξη που θα την ονομάτιζε και θα την αποκάλυπτε. Ήταν μια περιγραφή της ποίησης του Καβάφη που κατέληγε με τον χαρακτηρισμό της ως δραματικής ποίησης, τον οποίο κατέστησε ενεργότερο ο Σεφέρης με τη μελέτη του «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Έλιοτ• παράλληλοι» (1947) – κείμενο που περιείχε αναδιατεταγμένες συστηματικότερα και εμπλουτισμένες με εναργέστερα στοιχεία τις έως τότε θέσεις της κριτικής για τον Καβάφη. Με την προσεκτικότερη εξέταση του ποιητικού μηχανισμού της καβαφικής γλώσσας («Τα ποιήματα του Καβάφη τραβούν τη συγκίνηση διά του κενού• αυτό το κενό που δημιουργεί ο Καβάφης είναι το στοιχείο που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στη φράση του και στην τρεχάμενη πεζολογία») ο Σεφέρης προσδιόρισε ακριβέστερα το είδος της δραματικότητας της ποίησης του Καβάφη και οδήγησε το καβαφικό πρόβλημα προς τη λύση του, αφού στους μετά από αυτόν κριτικούς δεν απέμενε παρά μόνο η ανεύρεση της λέξης που ζητούσε ο Αγρας, του όρου που θα χαρακτήριζε επακριβώς την ποίηση του Καβάφη.

Η υπέρβαση της παλαιότητας
Η λέξη αυτή είναι το επίθετο ειρωνική, που ορίζει την πυκνότερη απ’ ό,τι σε κάθε άλλη δραματική ποίηση (λ.χ. απ’ ό,τι στην ποίηση του Έλιοτ ή του Σεφέρη) και ως εκ τούτου ιδιάζουσα (ιδιάζουσα και ως εκ της «πεζής» γλώσσας που επιβάλλει αυτή η πύκνωση) λειτουργία της δραματικότητας, η οποία αποτελεί το στίγμα της ποίησης του Καβάφη. Αυτός ο πυκνότατος συνδυασμός της δραματικής/τραγικής ειρωνείας με τη λεκτική ειρωνεία, ο οποίος αποτελεί έναν τρόπο χρήσης της ειρωνείας μοναδικό, γιατί βρίσκεται μόνο στον Καβάφη, είναι κυρίως εκείνο που δίνει την αίσθηση ότι η καβαφική ποίηση αποκόπτεται από την παράδοση και υπερβαίνει κάθε αναγνωρίσιμη τεχνοτροπία.
Επειδή κάθε τεχνοτροπία είναι προϊόν μιας εποχής, τα καλλιτεχνικά έργα του παρελθόντος, ανεξαρτήτως της ζωντάνιας τους, ή μάλλον εις πείσμα της, φέρουν αναπόφευκτα επάνω τους τα σημεία του καιρού τους, που είναι σημεία μιας παλαιότητας. Η υπέρβαση μιας αναγνωρίσιμης τεχνοτροπίας από τον Καβάφη παράγει μιαν ακόμη ιδιοτυπία της ποίησής του: την αίσθηση ότι, αν και είναι ποίηση παλαιά, είναι απαλλαγμένη από το στοιχείο της παλαιότητας• ότι, αν και γραμμένη στις αρχές του περασμένου αιώνα, διαβάζεται σαν ποίηση που έχει γραφεί σήμερα. Πράγμα που οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στο γεγονός ότι το ειρωνικό στοιχείο, ως εγγενές συστατικό της ανθρώπινης κατάστασης, είναι διαχρονικά επίκαιρο. Αλλά και ενισχύεται από το γεγονός ότι η μεταμοντέρνα εποχή μας, ως εποχή ενός άκρατου σχετικισμού που καθιστά δύσκολη τη διάκριση ανάμεσα στη φαινομενική και την πραγματική πραγματικότητα, είναι εποχή κατεξοχήν ειρωνική.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

πηγή: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=150978

Νάσος Βαγενάς, Η παγκοσμιότητα της ποίησης του Καβάφη

image288Κανένας ίσως Έλληνας ποιητής δεν υπήρξε τόσο καλός κριτικός αναγνώστης του έργου του όσο ο Καβάφης. Η φράση «ο Καβάφης είναι ποιητής του μέλλοντος», την οποία διοχέτευε εντέχνως στο ευρύτερο κοινό μέσω του στενού περιβάλλοντος των θαυμαστών του, υπαγορευόταν ­ είναι φανερό ­ λιγότερο από ματαιοδοξία και περισσότερο από την επίγνωση ότι θα ερχόταν μια εποχή που η ασύμβατη με τα ποιητικά δεδομένα του καιρού του ποίησή του θα επιβαλλόταν ως μεγάλη ποίηση, όχι μόνο μέσα στο περιορισμένο νεοελληνικό πλαίσιο. Ο Καβάφης γνώριζε ότι ο ποιητικός του λόγος, που με τόσο κόπο και με τόση τέχνη είχε διαπλάσει μέσα από την αναχώνευση ποικίλων στοιχείων των ποιητικών τεχνοτροπιών του 19ου αιώνα και της αρχαίας ελληνικής εποχής, θα γινόταν, παρά την ιδιοτυπία του, όχι μόνο δεκτός στον ποιητικό κανόνα αλλά και θα διαμόρφωνε τον κανόνα περισσότερο απ’ όσο συνήθως τον διαμορφώνει ένα έργο που έρχεται να προστεθεί σ’ αυτόν. Αυτά σκέφτεται κανείς όταν παρατηρεί το μέγεθος της διεθνούς απήχησης του Καβάφη σήμερα. Βιβλία για την ποίησή του τυπώνονται σε διάφορες γλώσσες· διεθνή συνέδρια διοργανώνονται σε διάφορες χώρες· μελέτες με τίτλους όπως «Ωντεν και Καβάφης», «Ουνγκαρέττι και Καβάφης», «Πλάτεν και Καβάφης» δημοσιεύονται σε διεθνή περιοδικά· τα ποιήματά του παρέχουν το θεματικό υλικό σε έργα μειζόνων ζωγράφων και μουσουργών· διδάσκονται σε τμήματα όχι μόνο νεοελληνικών σπουδών αλλά και συγκριτικής φιλολογίας των ξένων πανεπιστημίων.

Η σημερινή απήχηση της καβαφικής ποίησης τόσο στους Έλληνες όσο και στους ξένους αναγνώστες της, αποκτά τις διαστάσεις φαινομένου, όταν σκεφτούμε ότι ο Καβάφης, που είναι ένας χρονικά παλαιός ποιητής, δεν διαβάζεται ως ένας ποιητής που είχε ξεχαστεί και που ανακαλύπτεται εκ νέου. Ως προς τους Έλληνες, η μελέτη της αναγνωστικής του τύχης δείχνει ότι ­ διαφορετικά από εκείνη του νεότερού του Σικελιανού, ο οποίος, έπειτα από μια περίοδο αναγνωστικής παραμέλησης, φαίνεται να επανεκτιμάται, και δικαίως, σήμερα, όμως ως παλαιός ποιητής ­ η γοητεία της ποίησης του Καβάφη, από την εποχή του θανάτου του (1933) έως σήμερα, παρουσιάζει μιαν ανοδική πορεία, και ότι ο Καβάφης διαβάζεται και σήμερα ­ για την ακρίβεια, σήμερα διαβάζεται περισσότερο ­ με την αμεσότητα με την οποία διαβάζεται ένας σημερινός ποιητής. Το ίδιο θα λέγαμε και για την απήχησή του στους ξένους αναγνώστες, η οποία στο επίπεδο του ευρύτερου κοινού γίνεται αισθητή από τη δεκαετία του 1960 και εξής. Ο ποιητής που γράφει τα ποιήματά του στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα διαβάζεται ως ποιητής ­ και μάλιστα χαρακτηριστικός ­ του τέλους του 20ού αιώνα.

Ενα από τα στοιχεία που το αποδεικνύουν αυτό, από τα πλέον δηλωτικά του φαινομένου το οποίο προσπαθώ να περιγράψω, μας το παρέχει η μελέτη της παρωδίας της καβαφικής ποίησης. Η διασκεδαστική και εξαίρετα σχολιασμένη συναγωγή που εξέδωσε πέρυσι ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος με τον τίτλο Παρωδίες καβαφικών ποιημάτων (εκδόσεις Πατάκη) αποτελείται από 170 ελληνικές (γιατί υπάρχουν και ξενόγλωσσες) παρωδίες που εμφανίστηκαν σε χρονικό διάστημα ογδόντα ετών (1917-1997). Ο αριθμός, όπως δηλώνει ο επιμελητής της έκδοσης, είναι χαρακτηριστικός, όχι εξαντλητικός. Ο Δασκαλόπουλος παρατηρεί ότι το πλήθος των παρωδιών της καβαφικής ποίησης αποτελεί «ένα πολύ ενδιαφέρον και αδιερεύνητο κεφάλαιο της καβαφικής φιλολογίας, παρόμοιο του οποίου δεν θα συναντήσουμε να υπάρχει, σε τόσην έκταση και διάρκεια, γύρω από το έργο κανενός άλλου νεοέλληνα λογοτέχνη». Και πράγματι, η διάρκεια της διάθεσης για παρώδηση του καβαφικού ποιητικού τρόπου είναι κάτι περισσότερο από αξιοσημείωτη, αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι η παρωδιακή διάθεση, όπως το δείχνει η μελέτη της παρωδίας, είναι περισσότερο ισχυρή την εποχή που εμφανίζονται τα παρωδούμενα έργα. Αλλά δεν είναι μόνο η διάρκεια. Είναι και το γεγονός ότι στο βιβλίο του Δασκαλόπουλου ο αριθμός των παρωδιών με το πέρασμα του χρόνου αντί να μειώνεται, όπως θα ήταν φυσικό, αυξάνεται, πράγμα που ασφαλώς συμβαίνει και με τον πραγματικό αριθμό των καβαφικών παρωδιών: ενώ για τα πρώτα πενήντα χρόνια από την εμφάνιση της πρώτης παρωδίας καβαφικού ποιήματος (1917-1966) το βιβλίο περιέχει 73 παρωδίες, από το 1970 ως το 1997, δηλαδή για ένα διάστημα 27 ετών, οι παρωδίες είναι 97.

Ο Δασκαλόπουλος διευκρινίζει ότι συγκροτεί τη συναγωγή του με παρωδίες κατά τον συνήθη ορισμό της παρωδίας ως κωμικής μίμησης ενός έργου, και όχι με την ευρύτερη έννοια του όρου, που περιλαμβάνει και την υπέρβαση της κωμικής μίμησης και προσδιορίζεται ως επανάληψη με διαφορά: όχι μόνο περιπαικτική και ευτράπελη αλλά και ομόλογη και εμπλουτιστική· που περιλαμβάνει δηλαδή και έργα τα οποία χαρακτηρίζονται με τη φράση a la maniere de ­. Για τα ποιήματα αυτά, τα γραμμένα «με τον τρόπο του Καβάφη», αλλά και για τα ποιήματα με θέμα τον ίδιο τον Καβάφη, ο Δασκαλόπουλος ετοιμάζει μια δεύτερη συναγωγή, η οποία πιστεύω πως θα δείξει ότι η απήχηση της καβαφικής ποίησης στους Έλληνες ποιητές, από την εποχή του θανάτου του Καβάφη ως σήμερα, ακολουθεί και αυτή μιαν αύξουσα πορεία.

Λέω «στους Έλληνες ποιητές», γιατί η τύχη του καβαφικού έργου στο εξωτερικό είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο της καβαφικής φιλολογίας, το οποίο μόλις τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει να ερευνάται συστηματικότερα. Δεν αναφέρομαι τόσο στην υποδοχή του Καβάφη από το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, κύριο τεκμήριο της οποίας είναι οι αθρόες για τα εμπορικά δεδομένα της ποίησης πωλήσεις των καβαφικών μεταφράσεων. Εννοώ κυρίως την απήχηση του Καβάφη στους ξενόγλωσσους ομοτέχνους του, η οποία είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Αυτό δείχνουν τα πορίσματα ενός ερευνητικού προγράμματος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, ο σκοπός του οποίου ήταν να καταγράψει την «παρουσία» του Καβάφη στο έργο ξένων ποιητών: να συγκεντρώσει ποιήματα που έχουν γραφεί κατά μίμηση, κατ’ επίδραση, σε συνομιλία με την ποίηση του Καβάφη, ή που έχουν ως θέμα τον ίδιο τον Καβάφη. Παρ’ ότι η έρευνα περιορίστηκε σε είκοσι μόνο χώρες, επιβεβαίωσε αυτό που είπαμε στην αρχή: ότι ο Καβάφης διαβάζεται σήμερα, ακόμη και μέσα από μετάφραση, ως ένας σημερινός ποιητής. Επιβεβαίωσε, ακόμη, ότι ο Καβάφης έχει αποκτήσει το κύρος και την αίγλη ενός παγκόσμιου ποιητή. Έδειξε, τέλος, ότι η γοητεία της καβαφικής ποίησης έχει προκαλέσει τη δημιουργία ενός πλήθους ξένων ποιημάτων, τα οποία λόγω της σχέσης τους με το καβαφικό έργο, αλλά και της συγκινησιακής έντασης αυτής της σχέσης, αποτελούν (μαζί με τα αντίστοιχα ελληνικά) μιαν ιδιότυπη κατηγορία ποιημάτων, τα οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «καβαφογενή». Για τα ποιήματα αυτά θα μιλήσουμε στην επόμενη επιφυλλίδα μας.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

πηγή: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=112608

Νάσος Βαγενάς, [απόσπασμα από το δοκίμιο «Η ειρωνική γλώσσα»]

ImageΗ γλωσσική του φύση οδήγησε τον Καβάφη σ’ ένα είδος λεκτικής ειρωνείας, που τ’ αποτελέσματά της θα ήταν δύσκολο να τα είχε προβλέψει ακόμα κι ο ίδιος. Ο τρόπος με τον οποίο ο Καβάφης συνδυάζει τη δημοτική με την καθαρεύουσα (ένας τέτοιος ειρωνικός συνδυασμός είναι από τη φύση του αποτελεσματικό μέσο ειρωνείας – και μερικοί στίχοι των Ελλήνων υπερρεαλιστών σώζονται χάρη κυρίως σ’ αυτόν) είναι η κύρια πηγή έντασης της λεκτικής ειρωνείας του και, συνεπώς, μια από τις πηγές έντασης της ειρωνικής του γλώσσας, αφού η λεκτική ειρωνεία εντείνει τη δραματική ειρωνεία. Η ένταση της τελευταίας θα πρέπει να είναι στις μέρες μας αυξημένη, γιατί η ένταση της λεκτικής ειρωνείας του Καβάφη είναι φανερό πως έχει αυξηθεί. Και αυτό έχει συμβεί γιατί έχουμε ξεπεράσει ορισμένες, φυσικές για τις αρχές του αιώνα μας, προκαταλήψεις σχετικά με τη γλώσσα της ποίησης, πράγμα για το οποίο έχει συντελέσει και η ίδια η ποιητική γλώσσα του Καβάφη.

Νάσος Βαγενάς, «Η ειρωνική γλώσσα» (στο συλλογικό τόμο Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Διαβάζοντας το περιοδικό «Ποιητική», Φθινόπωρο-Χειμώνας 2013

ImageΑπό το εξαμηνιαίο περιοδικό για την τέχνη της ποίησης «Ποιητική» ξεχωρίσαμε και προτείνουμε να διαβάσετε τα δύο δοκίμια για την ποίηση του Αλεξανδρινού καθώς και μία κριτική βιβλίου. Συγκεκριμένα, στο κείμενο του Δ.Ν.Μαρωνίτη, με τίτλο «Ταυτοπροσωπία και ετεροπροσωπία στην ποίηση του Καβάφη», ενδεικτικά αναφέρεται ότι «το κρίσιμο ερώτημα , στην περίπτωση του Καβάφη, είναι αν η ποίησή του σέβεται τη συντακτική αυτή διαφορά ή μήπως, κατά περίπτωση, την υπονομεύει»… Στο κείμενο του Νάσου Βαγενά, με τίτλο «Από τους καβαφιστές στους Cavafistas», γίνεται λόγος για τον φτωχό, σύμφωνα με τον συγγραφέα, απολογισμό του έτους Καβάφη σε ό,τι αφορά την καβαφική κριτική, επισημαίνοντας την απροθυμία της κριτικής να μιλήσει για τον ελληνοκεντρισμό του ποιητή. Τέλος, στη στήλη της Κριτικής συναντήσαμε το ΚΡΙΤΙΚΟ ΜΑΥΣΩΛΕΙΟ του Β. Χατζηβασιλείου για το πολυσυζητημένο δοκίμιο του Κ. Κουτσουρέλη με τίτλο «Κ.Π.Καβάφης», με το οποίο «ο Κώστας Κουτσουρέλης επιχειρεί να επανασυνδεθεί με την αρνητική παράδοση της καβαφικής κριτικής».

Φυσικά το τεύχος αυτό περιέχει και πολλά άλλα αξιόλογα ποιητικά έργα και κείμενα.

 *** *** ***

Στην πηγή μας διαβάσαμε για το περιοδικό «Ποιητική»:

Στο κεντρικό αφιέρωμα παρουσιάζονται όψεις του έργου του κορυφαίου νομπελίστα ποιητή Seamus Heaney. O Βαγγέλης Χατζηβασιλείου και ο Χάρης Βλαβιανός μεταφράζουν δύο εμβληματικά του δοκίμια, ενώ ο Ερωτόκριτος Μωραΐτης και ο Χάρης Βλαβιανός μεταφράζουν ποιήματά του από την τελευταία του συλλογή, «Ανθρώπινη αλυσίδα» καθώς και το γνωστό του ποίημα «Ο Σεφέρης στον κάτω κόσμο» – ποίημα στο οποίο ο Heaney συνομιλεί με τρόπο δραστικό αλλά και τρυφερό με τον δικό μας Έλληνα ποιητή.

Η ξένη ποίηση εκπροσωπείται στο ευρύτερο δυνατό φάσμα της. Από τα ποιήματα του κορυφαίου Πορτογάλου ποιητή Fernando Pessoa (η Μαρία Παπαδήμα μεταφράζει τα «ποιήματα του Άλβαρο ντε Κάμπος» – βασικό «ετερώνυμo» του Pessoa) και την κλασική σύνθεση, «Η παραλία του Ντόβερ», του μεγάλου Άγγλου ποιητή Mathew Arnold (μτφρ. Αλέξανδρος Κοσματόπουλος), φτάνουμε σε δύο άλλους σημαντικότατους ποιητές: στον Aimé Césaire, που σφράγισε με την τολμηρή, ανυπότακτη γραφή του την ποίηση της μετααποικιακής Αφρικής (η Ευγενία Γραμματικοπούλου μεταφράζει το έργο του, «Τη νεγροσύνη μη την κλαις»] και τον Vittorio Sereni, που θεωρείται ένας από τους πλέον αξιόλογους Ιταλούς μεταπολεμικούς ποιητές [ο Σωτήρης Παστάκας μεταφράζει ποιήματα από τη βραβευμένη του συλλογή «Η μνήμη σου μέσα μου»]. Επιπλέον, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος και η Ναταλία Κατσού μεταφράζουν ποιητικά κείμενα δύο κορυφαίων αγγλόφωνων ποιητών: του «καταραμένου» Αμερικανού James Wright και της Αγγλίδας Ruth Fainlight, της οποίας το έργο, «Σίβυλλες», που παρουσιάζεται, φανερώνει τη βαθιά της σχέση με την αρχαία ελληνική γραμματεία και μυθολογία. Τέλος, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ μεταφράζει ποιήματα του ελληνικής καταγωγής Στέφανου Παπαδόπουλου, την ποίηση του οποίου έχει επαινέσει επανειλημμένα ο Derek Walkott.

Στον χώρο του δοκιμίου, το 12ο τεύχος της ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ φιλοξενεί, στο κλείσιμο του έτους Καβάφη, δύο πολύ σημαντικά δοκίμια για την ποίηση του Αλεξανδρινού και την υποδοχή που επεφύλαξαν στο έργο του διάφοροι καβαφιστές αλλά και cavafistas. Τα υπογράφουν ο Δ. Ν. Μαρωνίτης και ο Νάσος Βαγενάς. Ο γνωστός αμερικανός ποιητής Kenneth Goldsmith, συγγραφέας του πολυσυζητημένου έργου, «Uncreative Writing: Managing Language in a Digital Age», στο ανά χείρας δοκίμιο που τιτλοφορείται, «Στην ψηφιακή εποχή ονομάζεται ‘επαναστόχευση’», επιχειρεί να υπερασπιστεί, μέσα στο σημερινό ψηφιακό πλαίσιο, την πρωτοτυπία της «μη-πρωτότυπης» γραφής (μτφρ. Νίνα Μπούρη), ενώ ο Δημήτρης Μανούκας αναλύει σε βάθος το ποιητικό έργο της κορυφαίας Sarah Kane.

Τέλος, η πρόσφατη σοδειά της ελληνικής ποίησης αναδεικνύεται με την παρουσία δεκαοκτώ ποιητών, νέων ή καταξιωμένων: των Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, Δήμητρας Χριστοδούλου, Γιώργου Βέη, Αλεξάνδρας Μπακονίκα, Αγγελικής Σιδηρά, Ευριπίδη Γαραντούδη, Χάρη Βλαβιανού, Ευαγγελίας Ανδριτσάνου, Γιάννη Ζέρβα, Γιάννη Ευθυμιάδη, George le Nonce, Δ. Κανελλόπουλου, Γιώργου Κασαπίδη, Γαλάτειας Δημητρίου, Γλυκερίας Μπασδέκη, Ελευθερίας Τσίτσα, Πόλυ Μαμακάκη, και Μιχαήλ Μήτρα.

Το τεύχος συμπληρώνουν οι μόνιμες στήλες των et cetera και της Κριτικής, στις οποίες παρουσιάζονται και κρίνονται βιβλία ποίησης και σχολιάζονται ζητήματα σχετικά με την ποιητική τέχνη.

Πηγή: http://logotexnia-ch.blogspot.gr/2013/12/12o-2013.html

Νάσος Βαγενάς, [Καβαφική ειρωνεία]

ImageΑν σκεφτεί κανείς ότι το βασικό χαρακτηριστικό κάθε ειρωνείας είναι μια αντίθεση ανάμεσα σ’ ένα φαινόμενο και σε μια πραγματικότητα, και πως το μεγαλύτερο και ωριμότερο μέρος του έργου του Καβάφη οικοδομείται πάνω σε τέτοιες αντιθέσεις, τότε το πρόβλημα της ποίησής του δεν είναι δύσκολο να λυθεί. Η ειρωνεία τραβάει τη συγκίνηση δια του κενού, γιατί λειτουργεί δια της φαινομενικής απουσίας, δηλαδή με τη δραστικότητα σκέψεων και συναισθημάτων που υπονοούνται ή αποσιωπούνται. Η ειρωνεία είναι βέβαια ένας διανοητικός τρόπος αντίληψης, που όμως συνοδεύεται από τα δικά του χαρακτηριστικά συναισθήματα και από τις δικές του συγκινήσεις. Σ’ έναν μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό υπάρχει σ’ όλους τους μεγάλους ποιητές – άλλωστε, όπως έχει ειπωθή, όλη η ποίηση είναι ειρωνική. Ωστόσο στον Καβάφη λειτουργεί με τέτοιον τρόπο που θα μπορούσαμε να πούμε πως η ποίησή του είναι γραμμένη με γλώσσα ειρωνική.

Με τον όρο «ειρωνεία» και «ειρωνική γλώσσα» εννοώ το είδος της έκφρασης που δημιουργεί το χώνεμα της λεκτικής ειρωνείας του Καβάφη με τη δραματική του ειρωνεία. Με την πρώτη ο Καβάφης υποβάλλει νοήματα και αισθήματα που δεν βρίσκονται στις λέξεις του και που συχνά είναι αντίθετα από το νόημα που αυτές εκφράζουν. Με τη δεύτερη δημιουργεί αντιθέσεις καταστάσεων που, υποβάλλοντας ή αποκαλύπτοντας την αληθινή όψη των πραγμάτων, αποδεικνύουν ότι η ιδέα των ηρώων του για την πραγματικότητα είναι μια τραγική αυταπάτη. Ακόμα και η παρουσία φανταστικών προσώπων και ιστορικών χαρακτήρων στα ποιήματά του, που χρησιμεύουν για να αναπαραστήσουν σύγχρονα συναισθήματα, είναι μια μορφή ειρωνείας, λεκτικής και, ταυτόχρονα, δραματικής.

Νάσος Βαγενάς, «Η ειρωνική γλώσσα» (στο συλλογικό τόμο Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης