Ι.Α.Σαρεγιάννης, Σχόλια στον Καβάφη [απόσπασμα]

Χειρόγραφο του ποιητή

Χειρόγραφο του ποιητή

Το βιβλιοδετείο, ας το πούμε έτσι, του Καβάφη βρισκόταν στο σπίτι του. Ήταν ένα δωμάτιο γυμνό, που είχε, όταν το είδα, όλα τα παραθυρόφυλλα ανοικτά και τον ήλιον όλο μέσα. Ήταν γεμάτο με απλά τραπέζια, ή ίσως με τρίποδα και τάβλες απάνω. Εκεί βρίσκονταν σε διάφορες στίβες τα ποιήματά του. Η κάθε στίβα αντιπροσώπευε ένα ποίημα. Όταν αποφάσιζε να στείλει μία συλλογή από τις τελευταίες του, καθόταν την παραμονή και πρόσθετε με το χέρι του στον τυπωμένο πίνακα των περιεχομένων τους τίτλους των ποιημάτων, που είχε γράψει στο μεταξύ. Την επομένη, ενώ μάζευε και έβαζε στη χρονολογική σειρά τα ποιήματά του, πήγαινε και ξαναπήγαινε κάθε φορά στο γραφείο του κ’ έσβηνε κ’ έγραφε την παραλλαγή που τώρα προτιμούσε. Πόσο λυπούμαι, που μ’ ελαφρά καρδιά συμβούλευα άλλοτε σε διάφορους γνωστούς μου στο Παρίσι να γράψουν του Καβάφη να τους στείλει τα ποιήματά του! Δεν φανταζόμουν ποτέ, πως ήταν τόσο μεγάλη διαδικασία το να σταλεί ή να μη σταλεί μια συλλογή.

Απόσπασμα από το βιβλίο Ι.Α.Σαρεγιάννης, Σχόλια στον Καβάφη, Ίκαρος, 1964.

Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Κ.Π.Καβάφης: Ένας Ευρωπαίος ποιητής [απόσπασμα]

Ο δραματικός, λοιπόν, χαρακτήρας είναι ένα δεύτερο στοιχείο της καβαφικής ποίησης. Το στοιχείο αυτό κάνει τον Καβάφη να γειτνιάζει πολύ με τη θεατρική πράξη. Όσο κι αν θα πρέπει να θεωρήσουμε δεσμευτική τη δήλωση που έκανε κάποτε ο Καβάφης ότι ποτέ του δεν θα μπορούσε να γράψει μυθιστόρημα ή θέατρο, η ποίησή του συχνά σταματάει σε θέατρα, ηθοποιούς και θεατρίνους, που προσωπικά μου δίνουν την εντύπωση των θιάσων που εμφανίζονται στις ταινίες του Ingmar Bergman. Υπογραμμίζω ότι μία από τις εννέα βιβλιοκρισίες που δημοσίευσε ο Καβάφης αφορά το βιβλίο Εκκλησία και θέατρο του Γρηγορίου Παπαμιχαήλ (1918), ο οποίος αργότερα έγινε καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ένας άλλος πανεπιστημιακός καθηγητής, ο Γ. Π. Σαββίδης, ο οποίος είναι ο εγκυρότερος σήμερα μελετητής και εκδότης του Καβάφη, αναδημοσιεύοντας το 1963 τη βιβλιοκρισία αυτή, σημειώνει: «Σε μια κοινωνία οργανικότερα δεμένη με το θέατρο, ο Καβάφης πιθανότατα θα είχε στραφεί προς αυτό το λογοτεχνικό είδος».

Πηγή: Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «Κ.Π.Καβάφης: Ένας Ευρωπαίος ποιητής» (δοκίμιο στον τόμο Κ.Π.Καβάφης: Η ποίηση και η ποιητική του), εκδ. Κίχλη, 2013.

Νικήτας Παρίσης, Κ. Π. Καβάφης: γιατί είναι μεγάλος ποιητής;

Η φετινή διπλή επέτειος (1) για τον ποιητή Κ. Π. Καβάφη θα δώσει πολλές ευκαιρίες σε επίδοξους μελετητές. Θα ανακινηθούν ποικίλα θέματα, ενδεχομένως να τεθούν και νέα και, το πιο σημαντικό, θα ξαναγυρίσουμε αναγνωστικά στην καβαφική ποίηση. Εξάλλου, αυτό είναι και το πιο ουσιαστικό νόημα των επετείων: η αναγνωστική επιστροφή στους ποιητές.

Για τον Καβάφη, από το 1903 (2) μέχρι και σήμερα, έχουν γραφεί πολλά. Ο τεράστιος όγκος της καβαφικής βιβλιογραφίας το βεβαιώνει έμπρακτα και πειστικά. Ακόμη και τα πιο εξεζητημένα θέματα, αυτά που ενδεχομένως θα τα αποδίδαμε σε ένα είδος φιλολογικής ερευνητικής εκζήτησης, έχουν τεθεί και διερευνηθεί.

Θα περίμενε, βέβαια, κανείς να είχε τεθεί και το πιο καίριο θέμα, αυτό που ενδεχομένως απασχολεί τον κάθε αναγνώστη. Σε μια πολύ απλή και σχεδόν αυτονόητη διατύπωση, το θέμα αυτό, πρωτογενές στην ουσία του, θα μπορούσε να πάρει μια τέτοια μορφή: γιατί, τελικά, ο Καβάφης είναι μεγάλος ποιητής και μάλιστα παγκόσμιας εμβέλειας; Τι είναι εκείνο ή εκείνα από τα προσωπικά του ποιητικά στοιχεία που αναδεικνύουν εύκολα και δείχνουν το ποιητικό του μέγεθος;

Image Ίσως, όμως, μας χρειάζεται – έστω και παρένθετα – μια μάλλον αναγκαία διευκρίνιση: φυσικά και έχουν γίνει ποικίλοι υπαινιγμοί και έχουν διατυπωθεί διάφορες θέσεις και απόψεις σχετικά πάντα με το προαναφερόμενο θέμα – ερώτημα. Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι όλες αυτές οι θέσεις έχουν ενταχθεί, ως ένθετα στοιχεία, στο πλαίσιο άλλου θέματος. Μελέτη, όμως, μονοθεματικού χαρακτήρα, που να ασχολείται αποκλειστικά με το θέμα: «γιατί είναι μεγάλος ποιητής ο Καβάφης;», απ’ όσο ξέρω, δεν υπάρχει (3).

Η βιβλιογραφική δικαιοσύνη – αλλά και λόγοι ουσίας – επιβάλλει να εξαιρεθεί η γνωστή μικρομελέτη (4) του Γ. Π. Σαββίδη, με την οποία ο κατεξοχήν μελετητής του καβαφικού έργου έθεσε το θέμα και μας δίνει εύστοχες και αποδεκτές αλλά κάπως γενικόλογες απαντήσεις στο ερώτημα: τι εκόμισε στην τέχνη ο Καβάφης;

Δεν ξέρω, βέβαια, αν η ανάγνωση αυτής της πολύ σύντομης μελέτης θα μας έδινε σήμερα την προσδοκώμενη από όλους μας απάντηση. Πάντως, είναι η μόνη που, παρόλη τη συντομία της, εξετάζει το όλο θέμα αυτόνομα και αυτοτελώς και δεν το εντάσσει περιοριστικά στην ευρύτητα κάποιου άλλου.

Μετά τα πολλά παρένθετα στοιχεία, να ξαναγυρίσουμε στην αφετηρία μας, στο θέμα δηλαδή που εξαρχής μας απασχολεί – γιατί είναι, τελικά, μεγάλος ποιητής ο Καβάφης; Ένας τρόπος να προσεγγίσουμε το θέμα μας περισσότερο μεθοδικά και πιο αποτελεσματικά θα ήταν ο εξής: να διατυπώσουμε μια σειρά ερωτημάτων που θα πολιορκούσαν το θέμα και θα αποκάλυπταν τα επιμέρους στοιχεία του ή και την πολυπλοκότητά του. Έτσι μάλλον θα ξεκινήσουμε.

Ο Καβάφης από τη χρονιά που έγραψε και δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα (5) μέχρι την τελευταία του ποιητική δημιουργία (6), που εντάχθηκε μεταθανάτια στον καβαφικό κανόνα, έχει θητεύσει στην ποίηση 46 συνολικά χρόνια. Στην Ελλάδα πρωτοπαρουσιάζεται – το είπαμε ήδη – στα 1903. Το ερώτημα, βέβαια, είναι πότε αρχίζει να εισβάλει ως ποιητής στον ελλαδικό χώρο και να κερδίζει μια πρώτη πολιτογράφηση στην αθηναϊκή, έστω, ποιητική αγορά. Εξάλλου, ένα δεύτερο ερώτημα, που συμπληρώνει το πρώτο και το προεκτείνει, θα ήταν το εξής: πότε άρχισε να συντελείται η γνωριμία του Καβάφη με το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό,  στην Ελλάδα πρώτα;

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα δεν είναι και τόσο εύκολη. Πάντως, τα βιβλιογραφικά δεδομένα και αρκετοί μελετητές συγκλίνουν σε μία θέση: ο Καβάφης καθιερώνεται και πολιτογραφείται ως ποιητής στο αθηναϊκό ποιητικό κέντρο στις αρχές της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας. Αυτό έχει υποστηρίξει και ο Αλέξανδρος Αργυρίου που, εκτός των άλλων, είχε μια ιδιαίτερη εντρύφηση και μια ξεχωριστή σχέση με θέματα γραμματολογικής κατηγορίας. Επομένως, η ουσιαστική είσοδος του Καβάφη και η μερική, έστω, αποδοχή του από το αθηναϊκό ποιητικό κέντρο, καλύπτει χρονικά την τελευταία σχεδόν 12ετία της ζωής του.

Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, αυτό που σχετίζεται με την ουσιαστικότερη επαφή του καβαφικού έργου με το ευρύτερο ελλαδικό κοινό, είναι πολύ ευκολότερη. Η ευκολία οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχουν συγκεκριμένα εκδοτικά δεδομένα που μας οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα.

Είναι γνωστό ότι η εκδοτική τακτική του Καβάφη και η «κυκλοφορία» του έργου του μέσα απ’ τα γνωστά μονόφυλλα και φυλλάδια περιόριζαν σε μικρούς κλειστούς κύκλους αναγνωστών την επικοινωνία με την καβαφική ποίηση. Το εκδοτικό, όμως, στοιχείο που έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία, είναι η μεταθανάτια εκδοτική περιπέτεια του καβαφικού έργου. Συγκεκριμένα, στα 30 πρώτα μεταθανάτια χρόνια (1933 – 1963) ο Καβάφης εκδίδεται δύο μόνο φορές: η πρώτη είναι η γνωστή έκδοση του 1935 στην Αλεξάνδρεια (7) (γνωστή και ως έκδοση Καλμούχου) και η δεύτερη του 1948 από τον Ίκαρο (8).

Τι σημαίνουν όλα αυτά τα εκδοτικά δεδομένα; Απλούστατα, ότι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄60 η ποίηση του Καβάφη δεν έχει ακόμη περάσει στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Κι όμως, παρ’ όλες τις εκδοτικές στενότητες, ο Καβάφης λίγο λίγο εδραιώνεται στην ελληνική αναγνωστική συνείδηση ως ένας ιδιότυπος αλλά μείζων ποιητής που τείνει να επισκιάσει πολλούς άλλους. Αυτή η έστω σταδιακή εδραίωση δε συνιστά ένα είδος πρώτης απόδειξης για το μέγεθος του Καβάφη; Εδραιώνεται κανείς, και μάλιστα κάτω από αντίξοες συνθήκες και μέσα σε ένα κλίμα έντονου αντικαβαφικού αρνητισμού, όταν ανήκει στους μέτριους και τους ελάσσονες; Βέβαια, η δική μας θέση δεν είναι να δείξουμε απλώς ότι ο Καβάφης είναι μεγάλος ποιητής. Αυτό είναι οριστικά δεδομένο, αποδεκτό και ανήκει πλέον στα ποιητικά μας αυτονόητα. Η δική μας επιδίωξη στοχεύει αλλού: εμείς θέλουμε να δείξουμε όχι απλώς το ποιητικό μέγεθος του Καβάφη αλλά ποια στοιχεία της ποίησής του συνθέτουν και βεβαιώνουν αυτό το μέγεθος.

Ξαναγυρίζουμε, για λίγο ακόμη, στην εκδοτική περιπέτεια του Καβάφη. Το 1963, στα τριάντα δηλαδή χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή, κυκλοφορεί από τον Ίκαρο η χρηστική τυποποιημένη έκδοση του Καβάφη με τη φροντίδα του Γ. Π. Σαββίδη (9). Αυτή η έκδοση υπήρξε η αφετηρία αλλά και το γεγονός που συνέτεινε στη γνωριμία και την αποδοχή του Καβάφη από το ευρύτερο ελληνικό κοινό.

Όλα, βέβαια, αυτά είναι γνωστά. Εμείς εδώ απλώς τα καταγράφουμε για να υπερτονίσουμε το αυτονόητο: το ανάστημα του Καβάφη ως μείζονος έλληνα ποιητή παγιώθηκε στέρεα και οριστικά τα 50 τελευταία χρόνια (1963 – 2013). Μέσα σε αυτά τα χρόνια, μισού αιώνα ακριβώς, θα μπορούσε – αλλά και θα έπρεπε – να είχε γραφεί η μελέτη που θα μας έδινε οριστικές και πειστικές απαντήσεις στο πάγιο ερώτημα: γιατί είναι μεγάλος ποιητής ο Καβάφης;

Ίσως είναι πλέον η στιγμή να επιχειρήσουμε – με δισταγμό βέβαια και με πολλή περίσκεψη – την αναζήτηση κάποιων πρώτων απαντήσεων σ’ αυτό το καίριο ερώτημα. Το λάθος σε μια τέτοια προσπάθεια θα ήταν η προσφυγή σε πολύ γενικόλογες απαντήσεις που μάλιστα προβάλλονται με τρόπο απόλυτο ως αυτονόητα αξιώματα. Είναι, λ.χ., εύκολο να πει κανείς: ο Καβάφης είναι μεγάλος ποιητής, γιατί συνέλαβε και εξέφρασε τα μείζονα προβλήματα που απασχολούν τον άνθρωπο. Αυτή η φράση, σε πρώτη αξιολόγηση, λέει πολλά και δε λέει τίποτα, ενώ παράλληλα, μέσα στην υπερβολική της απλότητα, προκαλεί πολλά δευτερογενή αλλά ουσιώδη ερωτήματα: με τι τρόπο, λ.χ., εξέφρασε τα προβλήματα αυτά και τι είδους προβλήματα ήσαν;

Όλα αυτά δείχνουν ότι πρέπει να προσεγγίσουμε το ερώτημα – πρόβλημα που μας απασχολεί, με μιαν άλλη και διαφορετική μεθοδολογία. Ίσως χρειάζεται να σκεφτούμε πρώτα ποια είναι τα πρωταρχικά στοιχεία τα οποία συνυπάρχουν εγγενώς σε ένα έργο και του προσδίδουν το εύσημο ότι ανήκει στο είδος της μεγάλης ποίησης.

Χρειάζεται ίσως να σκεφτούμε λίγο πρακτικά και να αναζητήσουμε τα πρωταρχικά στοιχεία που συνιστούν γενικά το ποιητικό γεγονός. Το πρώτιστο είναι, φυσικά, η γλώσσα. Με λέξεις χτίζει κανείς τα ποίημα. Οι λέξεις, γενικότερα η γλώσσα, είναι το κοινό εργαλείο όλων των ποιητών. Είναι η πρώτη ζύμη που, έντεχνα ή άτεχνα, την αξιοποιούν οι ποιητές και πλάθουν το ποίημα. Πρωτίστως, λοιπόν, το ποίημα, το όποιο ποίημα, είναι γλωσσικό γεγονός. Η μεγαλοσύνη του ποιητή καθορίζεται από το είδος και το δείκτη της εκφραστικής ποιότητας, μέσω της οποίας αναδεικνύεται το ποίημα ως γλωσσική πράξη και ως γλωσσικό γεγονός.

Ύστερα από αυτές τις θέσεις και διευκρινίσεις, μπορούμε να θέσουμε ένα πρώτο ερώτημα: ποια είναι η υφή, ο ήχος, το χρώμα, το άρωμα, ο κυματισμός της γλώσσας στην ποίηση του Καβάφη; Πώς συμπεριφέρονται οι λέξεις στα καβαφικά ποιήματα κι αυτή η συμπεριφορά τι υφολογικές αποχρώσεις δημιουργεί; Μήπως όλα αυτά παραπέμπουν σε κάποια άλλη προηγούμενη ποιητική γλώσσα και δημιουργείται έτσι η αίσθηση ενός γλωσσικού μιμητισμού;

Στον Καβάφη – είναι γνωστό αλλά πρέπει να ειπωθεί με σαφήνεια και καθαρότητα – το ηχόχρωμα της γλώσσας, ο συνολικός της κυματισμός και οι αποχρώσεις που δημιουργούνται από τη συμπεριφορά των λέξεων, όλα αυτά συνιστούν ένα γλωσσικό σύνολο που, καταρχήν, «πάσχει» από ένα είδος «αντιποιητικότητας». Αυτό, ακριβώς, είναι το παράδοξο, το εκπλήσσον και το λογικά οξύμωρο: ο Καβάφης κάνει ποίηση μέσα από μια αντιποιητική γλώσσα. Δημιουργεί, τρόπον τινά, ένα είδος γλωσσικής αταξίας, την οποία αξιοποιεί τόσο δυναμικά ώστε τη μετατρέπει σε προσωπική ποιητική τάξη. Η γλωσσική του δηλαδή αταξία πολιτογραφείται και νομιμοποιείται ως μια νέα γλωσσική – ποιητική τάξη που ο ίδιος δημιούργησε. Αυτή, ακριβώς, η αποκλίνουσα γλώσσα, μέσα από την οποία αναδύεται μια αίσθηση ιδιόμορφης εκφραστικής γοητείας, συνιστά τη γλωσσική μεγαλοσύνη της συνολικής ποιητικής του Καβάφη.

Η γλώσσα, βέβαια, και γενικότερα οι εκφραστικοί τρόποι ή αυτό που παράγεται από τη συμπεριφορά των λέξεων μέσα στην ποιητική πρόταση, η υφολογική δηλαδή ταυτότητα και ιδιοτυπία του ποιητή, όλα αυτά – αυτονόητο – συνιστούν το κυρίαρχο και το πρωτεύον στοιχείο του ποιητικού λόγου. Όμως, η ποίηση είναι συλλειτουργία και συνύπαρξη και πολλών άλλων στοιχείων. Η γλώσσα, η ποιητική φυσικά, είναι απλώς ο φορέας όλων αυτών των στοιχείων.

Μεταξύ όλων αυτών των στοιχείων, που συλλειτουργούν και συνθέτουν την ιδιαιτερότητα του ποιητικού φαινομένου, θα πρέπει να ξεχωρίσουμε, δεύτερο στη σειρά, το στοιχείο της θεματικής. Να διευκρινιστεί, βέβαια, ότι η θεματική, τα θέματα δηλαδή που απασχολούν έναν ποιητή, δεν είναι κάτι που λειτουργεί αυτόνομα και στεγανά. Μέσω της θεματικής αναπτύσσεται και στρογγυλοποιείται η ποιητική ιδεολογία. Το πώς δηλαδή βλέπει ο ποιητής τον άνθρωπο και τη μοίρα του και το ποια, τελικά, είναι η συνολική του βιοθεωρία, όπως αυτή σχηματοποιείται σταδιακά από το ένα ποίημα στο άλλο.

Η ποιητική θεματική στον Καβάφη τι το ιδιαίτερο παρουσιάζει; Κατά τι δηλαδή διαφοροποιείται από τα θέματα των άλλων ομοτέχνων; ή, σε ποιο βαθμό, ο Καβάφης ανανέωσε γενικά και εμπλούτισε το θεματικό στίγμα του ποιητικού λόγου;

Η απάντηση σε αυτή τη δέσμη ομοειδών ερωτημάτων δεν είναι και τόσο εύκολη. Καταρχήν, ο Καβάφης δε θα μπορούσε, θεματικά, να ενταχθεί στη «σχολή» της εθνικο-φυλετικής ποιητικής αφήγησης στην οποία εύκολα κατατάσσουμε, λ.χ., τον Παλαμά. Αυτή η σχολή, με τη μεγαλόστομη ποιητική της ρητορική, δεν προβάλλει τόσο τη μεγαλειότητα του ελληνισμού μέσα από μια βαθιά αίσθηση των ιστορικών δεδομένων. Πιο πολύ εκφράζει το μετέωρο βήμα του ελληνισμού, ρητορικά μεγεθυμένο, μέσα στο λαμπρό τάχα μεγαλείο του μεγαλοϊδεατισμού. Ο Καβάφης δεν ανήκει σε αυτό το κλίμα.

Πρέπει όμως να πούμε πού ανήκει – θεματικά, βέβαια – ο Καβάφης. Καταρχήν, εκείνο που εύκολα διαπιστώνει ο αναγνώστης της καβαφικής ποίησης, είναι μια γείωση και μια εμμονή σε θέματα που απασχολούν ή βασανίζουν τον άνθρωπο όχι ως καταστάσεις του εφήμερου, αλλά ως διαχρονική διάρκεια είτε στον ιστορικό είτε στον προσωπικό βιο-χρόνο του ανθρώπου.

Πρέπει, όμως, συναριθμώντας έστω και ορισμένα από αυτά τα θέματα βιο-χρονικής και ιστορικής διάρκειας, να καταστήσουμε τα πράγματα περισσότερο σαφή και συγκεκριμένα. Τον Καβάφη, λοιπόν, όπως και πολλούς άλλους ποιητές, τον απασχόλησαν ως ποιητικά θέματα πολλές ουσιαστικές αλήθειες της ζωής που λειτουργούν ως μείζονες νομοτέλειες• τον απασχόλησε ο έρωτας – δεν έχει σημασία η ανορθοδοξία του – περισσότερο ως μνήμη παρά ως ζώσα και παρούσα ευφροσύνη και, επομένως, ως αίσθηση και συναίσθηση μιας απώλειας. Σ’ έναν άλλον κύκλο σχεδόν ομόθεμων ποιημάτων (10) αναδεικνύεται ως κυρίαρχο θέμα η τέχνη της ποίησης, η λατρεία της ποίησης που ξεπερνάει ως αξία  τη μεγαλοσύνη της ανδρείας και της παλικαριάς. Σε άλλα πάλι ποιήματα, και δεν είναι λίγα, προβάλλεται η ευγραμμία, η πλαστικότητα και ομορφιά του ανθρώπινου σώματος• ομορφιά που την υπέσκαψε ο χρόνος ή την αφάνισε ο έκλυτος βίος ή την εξάλειψε οριστικά ο θάνατος.

Υπάρχει και μια άλλη πλειάδα ποιημάτων που και αυτά συνδέονται στενά μέσα απ’ τη θεματική τους συγγένεια ή και ταύτιση. Είναι τα ποιήματα, που με διαφορετικούς τρόπους το καθένα, απεικονίζουν την οδύνη της φθοράς, την αμείλικτη νομοτέλεια του χρόνου, το δράμα του γερασμένου και του ανήμπορου σώματος. Πρόκειται δηλαδή για ποιήματα που συνεκφράζουν τη βαθμιαία μετάσταση της ζωής από την ευφρόσυνη εικόνα των νεανικών σωμάτων στην τραγική ασχήμια του φρικτού γήρατος (11).

Τι απορρέει από αυτή την πρωτοβάθμια καταγραφή των βασικών θεμάτων που κυκλοφορούν στην καβαφική ποίηση; Δύο κυρίως συμπεράσματα. Το πρώτο: μπορούν εύκολα να δημιουργηθούν κύκλοι ποιημάτων που να εντάσσονται κάτω από την ίδια ή, έστω, παρεμφερή θεματική στέγη. Το δεύτερο συμπέρασμα: δε θα ήταν απόλυτα εύστοχο να χαρακτηρισθεί ο Καβάφης ως ανανεωτής της ποιητικής γενικά θεματικής. Περισσότερο εύστοχο θα ήταν να χαρακτηρισθεί ο Καβάφης ως ο ποιητής που μετακίνησε τα σχεδόν πάγια θέματα της ποίησης προς ένα επίπεδο δραματοποιημένης και,συνήθως,τραγικής έντασης. Ο άνθρωπος δηλαδή, όπως κυκλοφορεί στα πιο καίρια καβαφικά ποιήματα, ζει αυτή την ένταση άλλοτε ως άτομο και πρόσωπο της καθημερινότητας και άλλοτε ως δρώσα ύπαρξη στον ιστορικό χρόνο. Δημιουργείται, εύλογα βέβαια, ένα ερώτημα: πώς, με ποιον δηλαδή τρόπο, ζει ο άνθρωπος αυτή την ένταση στον καθημερινό και ιστορικό χρόνο; Πρώτον, ως οριστική και δραματική απώλεια μιας ευφρόσυνης στιγμής που τώρα την επαναβιώνει ως μνήμη και αναδρομή στο «τότε» του προσωπικού ή του ιστορικού χρόνου. Δεύτερον, ως αίσθηση αμετάκλητης ήττας που προκαλείται από τις αστοχίες του ανθρώπου ή γεννιέται μέσα στη δίνη της μη ελεγχόμενης ιστορικής νομοτέλειας• ή ως ηθική συντριβή που την προκαλεί η ενδοτικότητα του ανθρώπου στις γοητεύουσες αδυναμίες• ως έκφραση ακόμη υπεροψίας, ενδεχομένως πληγωμένης, που όμως αντιστέκεται και δε φτάνει εύκολα στην απόλυτη καταβύθιση. Πρόκειται δηλαδή για τον ηττημένο άνθρωπο που διατηρείται όμως ως αξιοπρέπεια, ακόμη και ως υπερηφάνεια.

Θα μπορούσε, βέβαια, να συνεχιστεί αυτή η καταγραφή των τρόπων με τους οποίους η ανθρώπινη οντότητα βιώνει μια πυρετική ή δραματική ένταση στο πλαίσιο της καβαφικής ποίησης. Θα ήταν όμως πιο σημαντικό να καταγραφεί, με ξεχωριστό τρόπο, το εξής: στην καβαφική ποίηση υπάρχει, ως μια άλλη σταθερά της ποιητικής του θεματικής, μια συνείδηση του ελληνισμού, ως ιστορικής, πολιτιστικής και γλωσσικής διάρκειας ή και ανωτερότητας, που δεν έχει όμως καμιά σχέση με τον κούφιο μεγαλόστομο ρητορισμό. Πιο πολύ προβάλλεται ως μια εμμονή σε ένα συγκεκριμένο αξιακό σύστημα. Να θυμίσουμε μόνο ότι και η ποίηση και η ομορφιά και η ελληνική λαλιά και η αλώβητη μέσα στην ήττα περηφάνια, όλα αυτά και πολλά άλλα ανήκουν σε αυτό το αξιακό σύστημα που λατρεύει ο καβαφικός άνθρωπος.

Θα μπορούσαν να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα από αυτή τη σύντομη αναφορά και περιήγηση στην καβαφική ποιητική θεματική; Καταρχήν, είναι μάλλον εύκολο να διαπιστώσουμε ότι τα θέματα με τα οποία ασχολείται ο Καβάφης ανήκουν ως κοινοί τόποι σε όλους τους σημαντικούς ποιητές. Τους ενώνει δηλαδή αυτή η θεματική κοινοκτημοσύνη. Σε τι, λοιπόν, διαφοροποιείται η καβαφική υπεροχή σε σχέση με τα θέματα που την απασχολούν;

Πρόκειται για καίριο ερώτημα και προϋποθέτει ή μάλλον απαιτεί σαφή και καθαρή απάντηση. Τον διαφοροποιεί, πρωτίστως, ο τρόπος χειρισμού αυτών των θεμάτων. Συγκεκριμένα, ενώ τα περισσότερα θέματα ανήκουν στον άνθρωπο της καθημερινότητας (π.χ. ο έρωτας, η φθορά, η απώλεια, η ήττα, η ηθική συντριβή κλπ.), ο Καβάφης δεν τα καταγράφει ως το καθημερινά ασήμαντο, το πρόσκαιρο, το εφήμερο κι αυτό που πάσχει από μια τρέχουσα και καθημερινή μικρότητα. Αντίθετα, η θεματική του, σ’ ένα μεγάλο ποσοστό ποιημάτων, μπορεί να αφορμάται από το προσωπικό ή από το έλασσον. Δεν καθηλώνεται όμως σε αυτό και δεν παγιδεύεται σε μια θεματική μικρότητα. Συγκεκριμένα, διευρύνεται συνεχώς. Από το έλασσον περνάει στο μείζον. Το μερικό μετασχηματίζεται σε καθολικό κι έτσι το ποιητικό θέμα, καθώς αποκτάει ένα εύρος επέκεινα του στενά προσωπικού, αναδεικνύει τον άνθρωπο στην καθολικότητά του.

Πολύ εύκολα καταδεικνύεται αυτή η μετάσταση του ποιήματος από το στενά προσωπικό στο ευρύτερα καθολικό. Αυτή η διεύρυνση και η καθολίκευση των νοημάτων δείχνει ότι στην καβαφική ποίηση δεν θεματοποιείται το εφήμερο, το ατομικό και το ανάξιο αλλά εκείνο που συνιστά τον σταθερό και υπερπροσωπικό βασανισμό του ανθρώπου και πολύ σπάνια εκείνο που θα μπορούσε να απεικονίζει γενικά την ανθρώπινη ευδαιμονία.

Για παράδειγμα, ποιήματα όπως το “Ομνύει”, “Τα παράθυρα”, “Τα τείχη”, “Η πόλις”, καθώς και πολλά άλλα, μπορεί να αφορμώνται από τη στενή προσωπική περιπέτεια του ίδιου του Καβάφη στη ζωή. Όμως ο τρόπος με τον οποίο τα τέσσερα προαναφερόμενα ποιήματα απεικονίζουν και δραματοποιούν τα αδιέξοδα, την ενδοτικότητα και τον αυτοεγκλεισμό του ποιητή, ντύνονται τελικά το σχήμα της καθολικότητας και από την απεικόνιση του προσωπικού δράματος υψώνονται σε ένα άλλο επίπεδο: εμπεριέχουν πλέον το ανθρώπινο δράμα στην καθολικότητά του.

Πέρα, όμως, από όλα αυτά υπάρχει και κάτι άλλο στην καβαφική ποίηση που δείχνει, από μιαν άλλη οπτική γωνία, τη μεγαλοσύνη του ποιητή. Πρόκειται γι’ αυτό που θα το λέγαμε αναγωγή του «τώρα» στο ιστορικό ανάλογο του «τότε». Να διευκρινίσουμε, όμως, πληρέστερα το νόημα αυτής της αναγωγής.

Το πρόβλημα του τώρα, ένα δηλαδή οξύ παροντικό γεγονός που συνέχει και απασχολεί την ανθρώπινη κοινότητα, ο ποιητής δεν το φωτίζει άμεσα και δε μιλάει γι’ αυτό με τρόπο ευθύ. Το ανάγει σε μια ανάλογη και παρόμοια στιγμή ή κατάσταση του ιστορικού παρελθόντος. Με τον τρόπο αυτής της αναγωγής, μιλάει για το θέμα του εντελώς έμμεσα, πλάγια ή και κρυπτικά. Στην ουσία δηλαδή αποκρύπτει το ποιητικό θέμα μια και το περιβάλλει – ουσιαστικά το σκεπάζει – και το ντύνει με μια επένδυση αναλογικής ιστορικότητας.

Πιο συγκεκριμένα, με αυτή την αναγωγή του ποιήματος στον κόσμο της ιστορίας, ο Καβάφης προσδίδει στην ποιητική του δημιουργία πρωτοφανέρωτα και ιδιάζοντα χαρακτηριστικά. Να τα συναριθμήσουμε και να τα παρουσιάσουμε.

Το πρώτο: το ποίημα δεν απορροφά απλώς ένα μικρό ποσοστό ιστορικής ύλης που συσσωματώνεται και, ενδεχομένως, χάνεται ή αποδυναμώνεται μέσα σε άλλα, πιο ισχυρά, ποιητικά στοιχεία. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η ιστορική δηλαδή ύλη γίνεται η κυρίαρχη κρούστα που επικαλύπτει και σκεπάζει το ποίημα σε ολόκληρη την έκτασή του. Αυτή, ακριβώς, η ολική επικάλυψη του ποιήματος από την ιστορική κρούστα, δημιουργεί συνθήκες θεματικής απόκρυψης.

Αυτή η έννοια της θεματικής απόκρυψης είναι το δεύτερο στοιχείο στο οποίο θα θέλαμε να σταθούμε. Το θέμα δηλαδή που απασχολεί τον ποιητή, βγαίνει τρόπον τινά από τον εαυτό του, ντύνεται με ένα αλλότριο (τυπικά) ένδυμα, μεταμορφώνεται, διαλύεται και χάνεται περιβεβλημένο με το κουκούλι της ιστορικής ύλης.

Ο αναγνώστης θα πρέπει να ανασύρει την ιστορική κρούστα, να ανοίξει το κουκούλι και να αναζητήσει, μέσα στα ιστορικά περιστατικά, όλα αυτά τα γοητευτικά  λανθάνοντα νοήματα. Η αναζήτηση θα τον βοηθήσει να επαναφέρει το ποίημα από την ιστορική του διάσταση στην πραγματική του θεματική λειτουργικότητα.

Τα λανθάνοντα νοήματα που η αναζήτησή τους συνιστά το γοητευτικό «παιχνίδι» της διείσδυσης στον νοηματικό πυρήνα του ποιήματος είναι το τρίτο στη σειρά στοιχείο πού θα θέλαμε να θίξουμε.

Τελικά, αν υπεραπλουστεύσουμε τα πράγματα, όλη αυτή η διαδικασία της επένδυσης του ποιητικού θέματος με ιστορική ύλη, ουσιαστικά ανήκει στο ευρύτερο γένος της ποιητικής υποβολής. Δεν προβάλλει δηλαδή ο ποιητής, μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, το ποιητικό του θέμα ολόσωμο, γυμνό, ολόκληρο, ατόφιο, καθαρό και άπλετα φωτισμένο. Αντίθετα, το μισοκρύβει, το κρατά στο ημίφως, το ντύνει με τυπικά αλλότρια ρούχα, το μισοφωτίζει, το μετακινεί χρονικά και το παρουσιάζει ως ιστορικό ή ψευδοϊστορικό περιστατικό. Όλη αυτή η ποιητική τροπικότητα προκαλεί και ερεθίζει. Προκαλεί τον αναγνώστη να αναζητήσει μέσα στη συνολική ιστορική σκηνοθεσία, αυτό που του κρύβει ο ποιητής ή, καλύτερα, το προβάλλει με την τέχνη και την τεχνική της υποβολής.

Για να μη φανεί ότι μιλάμε κάπως αοριστικά και γενικόλογα, χρειάζεται ίσως η αναφορά σ’ ένα συγκεκριμένο ποίημα του Καβάφη που ο  ποιητής το έχει επενδύσει ολοκληρωτικά με «ιστορική» ύλη. Ας σταθούμε για λίγο στο ποίημα που επιγράφεται “Ο Δαρείος”. Το κυρίαρχο πρόσωπο που κινείται σε ολόκληρο το ποίημα, είναι ο αυλικός ποιητής Φερνάζης. Υπηρετεί στην αυλή του Μιθριδάτη.

Πρόκειται για πρόσωπο που το έπλασε η φαντασία του ποιητή, πλαστό δηλαδή, αλλά τοποθετημένο σε περιβάλλον και σε συνθήκες απόλυτα ιστορικές. Επομένως, το συγκεκριμένο καβαφικό ποίημα, εφόσον το κυρίαρχο πρόσωπο είναι πλαστό, θα θεωρηθεί ψευδοϊστορικό.

Πώς, ακριβώς, λειτουργεί και πώς κινείται μέσα στο ποίημα ο ποιητής Φερνάζης; Βρίσκεται σε στιγμές ποιητικής δημιουργίας. Γράφει ένα επικό ποίημα προς τιμή του Δαρείου Α΄ του Υστάσπου. Τον βασανίζει όμως μια έντονη ποιητική δυστοκία. Δεν ξέρει τι ένιωθε ο Δαρείος τη στιγμή της ενθρόνισής του: μήπως υπεροψία και μέθη;

Η στιγμή της ποιητικής δυστοκίας και του ποιητικού στοχασμού για τον Φερνάζη διακόπτεται ξαφνικά. Έρχεται το μήνυμα ότι άρχισε ο πόλεμος. Οι ρωμαϊκές λεγεώνες έχουν ήδη εισβάλει στην πατρίδα. Πού καιρός τώρα για ποίηση! Φαντάσου ελληνικά ποιήματα μέσα στη τρομακτική δίνη του πολέμου. Η ποίηση, λοιπόν, αίρεται, ακυρώνεται, παύει να λειτουργεί, γιατί φαντάζει πολυτέλεια σε ώρα πολέμου.

Κι όμως! Μέσα στην όλη ταραχή, την ταραχή που προκάλεσε ο πόλεμος, τον Φερνάζη τον απασχολεί η αρχική ποιητική του ιδέα: τι άραγε να ένιωθε ο Δαρείος; Και το ποίημα καταλήγει:

Όμως μες σ’ όλη του την ταραχή και το κακό,

επίμονα κ’ η ποιητική ιδέα πάει κι έρχεται —

το πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην•

υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο Δαρείος.

Είναι, επομένως, εύλογο το ερώτημα: μέσα σε αυτή την ψευδοϊστορική ατμόσφαιρα που ως κρούστα σκέπασε το ποίημα, ποια είναι τα λανθάνοντα νοήματα που με τέχνη γοητευτική τα απέκρυψε ο ποιητής; Θέλω να πιστεύω ότι εύκολα διαφαίνονται οι σπόνδυλοι που οργανώνουν το σώμα του ποιήματος. Ο Φερνάζης, ως ποιητής που πασχίζει να συνθέσει έπος, είναι ο πρώτος σπόνδυλος: τίθεται, μέσω αυτού του προσώπου, η λειτουργία της ποίησης, το ποιείν ποιήματα. Ο πόλεμος είναι ο δεύτερος σπόνδυλος: αίρει και ακυρώνει τη λειτουργία της ποίησης. Τελικά, όμως, το ποίημα, δια του Φερνάζη και πάλι, οδηγείται στην επαναλειτουργία της ποίησης με τους προαναφερόμενους εξόδιους στίχους.

Το πού καταλήγουμε είναι, πιστεύω, ορατό: το ποίημα, χτισμένο πάνω στο τρίπτυχο σχήμα θέση – άρση – θέση (= τίθεται η λειτουργία της ποίησης, αίρεται και, τελικά, επανατίθεται), συνιστά πλάγιο ύμνο στην τέχνη της ποίησης που η εν πολέμω ταραχή αδυνατεί να την ακυρώσει και να την καταργήσει. Η ποίηση, λοιπόν, ως ακατάλυτη αξία και διάρκεια!

Ο αναγνώστης προκαλείται να αποκωδικοποιήσει, να αναγνώσει και, επομένως, να κατανοήσει το νόημα της αναλογικής ιστορικότητας που καλύπτει και σκεπάζει το ποιητικό θέμα. Μια τέτοια ανάγνωση, γοητευτική στην ουσία της, δεν είναι πάντα εύκολη υπόθεση. Η αιτία της δυσκολίας οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι στον Καβάφη το στρώμα της ιστορίας ως επένδυση καλύπτει συνολικά την έκταση του ποιήματος. Αυτός, όμως, ο συνολικός λόγος για κάτι που ανήκει τάχα ολοκληρωτικά στον κόσμο της ιστορίας, δυσχεραίνει την επαναφορά του ποιήματος στο «τώρα» και, επομένως, την άμεση κατανόηση του ποιητικού νοήματος.

Ουσιαστικά, αυτή η διαλεκτική σχέση αναλογικής ομοιότητας ανάμεσα στο τώρα (= το παρόν) και στο «τότε» (= παρελθόν), συνιστά ένα «παιχνίδι» νοηματικής απόκρυψης. Το μισοφωτισμένο, μέσω της ιστορίας, ποιητικό θέμα, αναγνωστικά γίνεται πολύ πιο προκλητικό με την έννοια ότι ερεθίζει και ενεργοποιεί την αναγνωστική μας διεισδυτικότητα και οξύνοια.

Η ιστορική αυτή μέθοδος της θεματικής απόκρυψης που εμπλέκει τον αναγνώστη στην αναζήτηση μιας ιστορικής αναλογίας και ομοιότητας, ανήκει αποκλειστικά στους ποιητικούς τρόπους του Καβάφη. Αυτός εγκαινίασε μια τέτοια ποιητική τροπικότητα. Είναι, ακριβώς, αυτή που χαρακτηρίζει τα ιστορικά ή τα ψευδοϊστορικά ποιήματα του Αλεξανδρινού. Ποιήματα, για παράδειγμα, όπως “Ο Δαρείος”, “Περιμένοντας τους βαρβάρους”, “Απολείπειν Θεός Αντώνιον”, καθώς και πολλά άλλα, καλυμμένα ολοκληρωτικά με ένα γοητευτικό στρώμα «ιστορικότητας», κρατούν στον πυρήνα τους το θέμα ερεθιστικά μισοφωτισμένο – μισοειπωμένο. Μιλούν, κατά βάθος, για αξίες, για καταστάσεις ολικής κοινωνικής κατάπτωσης ή για μια στάση αξιοπρέπειας στη ζωή. Αυτή είναι, τελικά, η γοητεύουσα ιστορική μέθοδος (12) που, ως ένα είδος ποιητικής τροπικότητας, αναδεικνύει και καθιστά απτή την ποιητική μεγαλοσύνη του Καβάφη.

Χρειάζεται ίσως ακόμη να δείξουμε κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό: τη γενικότερη γλωσσο-ποιητική τροπικότητα του Καβάφη. Είναι η τεχνική που εφαρμόζει στα ποιήματά του, η τέχνη δηλαδή να τα αναδεικνύει ως γλώσσα, ως ποιητική τεχνική και, κυρίως, ως στρογγυλό νόημα που αγγίζει τον κάθε αναγνώστη.

Όλα αυτά θα γίνουν πιο απτά και πιο συγκεκριμένα, προβάλλοντας και σχολιάζοντας συνοπτικά ένα ολιγόστιχο καβαφικό ποίημα. Πρώτα το ποίημα:

Μακριά

Θάθελα αυτήν την μνήμη να την πω…

Μα έτσι εσβύσθη πια… σαν τίποτε δεν απομένει —

γιατί μακρυά, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια κείται.

Δέρμα σαν καμωμένο από ιασεμί…

Εκείνη του Aυγούστου — Aύγουστος ήταν; — η βραδυά…

Μόλις θυμούμαι πια τα μάτια• ήσαν, θαρρώ, μαβιά…

A ναι, μαβιά• ένα σαπφείρινο μαβί…

Πρόκειται για ένα από τα πιο ολιγόστιχα ποιήματα του Καβάφη. Ανήκει στα ερωτικά και γράφτηκε το 1914. Ο ποιητής είναι ήδη 51 ετών, έχει παρέλθει πλέον οριστικά η ευφροσύνη της νεότητας αλλά έχει κερδηθεί η ηλικιακή και η ποιητική ωριμότητα.

Το ποίημα, μοιρασμένο σε δύο σχεδόν ισόστιχες στροφές (3στιχη η πρώτη, 4στιχη η δεύτερη), λυρικό στην ουσία του, δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη θεματική πρωτοτυπία. Τι είναι, λοιπόν, εκείνο που του προσδίδει το ξεχωριστό χρώμα και το αναδεικνύει ως ερωτική γραφή; Αυτή, ακριβώς, η ξεχωριστή χροιά της καβαφικής γραφής, το εντελώς προσωπικό ηχόχρωμα και η ιδιαίτερη ερωτική τονικότητα, όλα αυτά εκρέουν και αναδύονται από τη συνολική ποιητική τροπικότητα που διακρίνει  την ποίηση του Καβάφη.

Χρειάζεται, όμως, να αποσαφηνισθεί κάπως η έννοια της ποιητικής τροπικότητας. Πρόκειται, φυσικά, για τους τρόπους (= γλωσσικούς, αφηγηματικούς, τεχνοτροπικούς, νοηματικούς) με τους οποίους χειρίστηκε ο Καβάφης ένα τόσο κοινό θέμα. Πιο συγκεκριμένα, ενώ το ποίημα είναι ερωτικό, η ευφροσύνη του έρωτα δεν παρουσιάζεται ως παρούσα και ως ζώσα στιγμή αλλά ως αχνή και σβησμένη μνήμη. Δηλαδή στο υπόστρωμα του ποιήματος λανθάνει η αίσθηση μιας απώλειας. Η ερωτική ευφορία δεν ανήκει στο τώρα αλλά είναι σχεδόν ξεθωριασμένη ανάμνηση του τότε. Αυτό το στοιχείο, μαζί με τη συνολική αοριστία που αναδεικνύει το ποίημα, προσδίδει στην ποιητική γραφή μια καθολικότερη λειτουργία  που αγγίζει τον κάθε αναγνώστη που αναθυμάται χαμένες πίσω του ερωτικές μνήμες.

Το μέγιστο όμως είναι η γλωσσική – εκφραστική τροπικότητα. Λόγος ήπιος, μαλακός, σχεδόν άτονος και σβησμένος που ομοτροπεί με τη σβησμένη ερωτική μνήμη. Κι αυτός ο ήπιος εκπεφρασμένος λόγος συνδυάζεται έντεχνα με τον άηχο λόγο και με τις σιωπές του ποιήματος που δηλώνονται από την υπερβολή των αποσιωπητικών και τη θαυμαστά δοσμένη αδυναμία και ανημποριά της μνήμης να αναπλάσει το παλιό ερωτικό βίωμα.

Και όταν η μνήμη του ποιητή βρίσκει κάπως τον αναπλαστικό της ρυθμό, ολόκληρο το ερωτικό βίωμα συσπειρώνεται, στενεύει και γίνεται μόνο η μνήμη του χρώματος που είχαν τα μάτια.

A ναι, μαβιά• ένα σαπφείρινο μαβί…

Αυτό μόνο και τίποτα άλλο. Ένα δηλαδή ποίημα αφηγηματικό, που σμίλεψε τόσο πολύ την αφήγηση, ώστε αυτή να γίνει ισχνή, ισχνότατη και να γίνει μνήμη του χρώματος που είχαν κάποτε τα ερωτικά μάτια στην ευφροσύνη μιας αυγουστιάτικης νύχτας.

Θα μπορούσε κανείς να συνεχίσει. Να φωτίσει και άλλες λεπτομέρειες και πτυχές της καβαφικής ποίησης. Θα φτάναμε όμως στην υπερβολή και σ’ ένα λόγο που, παρατακτικά λειτουργώντας, θα αναδείκνυε αυτό που ήδη είναι επαρκώς φωτισμένο και σχεδόν αυτονόητο. Η ποιητική δηλαδή μεγαλοσύνη του Καβάφη όντως επιβεβαίωσε, με την πρωτοποριακή πρωτοτυπία του έργου του, αυτό που ο ίδιος έλεγε: “εγώ είμαι ποιητής του μέλλοντος”.

Νικήτας Παρίσης

(1) Ο Καβάφης γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1863 και πέθανε στις 29 Απριλίοιυ 1933. Έτσι, τη φετινή χρονιά, συμπληρώνονται 150 χρόνια από τη γέννησή του και 80 από το θάνατό του. Αυτή είναι η έννοια της διπλής επετείου. Αξίζει, επιπρόσθετα, να σημειωθεί, ότι τα 30 τελευταία χρόνια γιορτάστηκαν τρεις αλλεπάλληλες επέτειοι για τον Καβάφη: 1983 (πενήντα χρόνια από το θάνατό του), 2003 (εβδομήντα χρόνια από το θάνατό του), 2013 (η φετινή διπλή επέτειος).

(2) Αναφέρομαι  στο γνωστό άρθρο του Γρ. Ξενόπουλου με τον τίτλο “Ένας ποιητής”, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Παναθήναια, 30 Νοεμβρίου 1903. Είναι η πρωιμότερη υμνητική μελέτη που δημοσιεύεται σε αθηναϊκό περιοδικό. Και γραμματολογικά το άρθρο του Ξενόπουλου, εφόσον τηρηθεί η λογική της βιβλιογραφικής δικαιοσύνης, θα πρέπει να θεωρηθεί, τυπικά τουλάχιστον, ως η απαρχή της σταδιακής εισβολής του Καβάφη στην κυρίως μητροπολιτική Ελλάδα. Εξάλλου, εκτός από τον κριτικό λόγο του Ξενόπουλου, οι τότε αναγνώστες του άρθρου πρωτογνώρισαν, και μάλιστα τόσο πρώιμα, σχολιασμένα οκτώ ποιήματα του Καβάφη, από τα πλέον γνωστά σήμερα. Βλ. σχετικά και το βιβλίο: Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Μαρία Στασινοπούλου, “Ο βίος και το έργο του Κ. Π. Καβάφη”, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2002, σελ. 55-56 (ο σημερινός ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να βρει το ιστορικό άρθρο του Ξενόπουλου αναδημοσιευμένο στον τόμο “Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, Επιλογή κριτικών κειμένων”, επιμέλεια: Μιχάλης Πιερής, Π.Ε.Κ., Ηράκλειο, 42001, σελ. 23-24).

(3) Φυσικά, αν υποτεθεί ότι μπορεί κάποιος να αποστάξει όλες τις σημαντικές μελέτες που γράφτηκαν για τον Καβάφη από το 1903 μέχρι και σήμερα, θα βρει πολλούς και ποικίλους λόγους που θεμελιώνουν τη μεγαλοσύνη του Αλεξανδρινού. Συγκεντρωτική, πάντως, μελέτη που να συναθροίζει τα διάσπαρτα κα τα αυτονόητα, δεν υπάρχει.

(4) Γ. Π. Σαββίδης, “Τι εκόμισε στην τέχνη ο Καβάφης;” (1983), στον τόμο “Μικρά Καβαφικά, Β΄”, Ερμής, 1987, σελ. 409-412.

(5) Είναι το ποίημα “Βακχικόν”, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “Έσπερος” της Λειψίας, το Μάρτιο του 1886 (βλ. Δ. Δασκαλόπουλος, “Βιβλιογραφία Κ. Π. Καβάφη, 1886-2000”, σελ. 49, λήμμα Α2).

(6) Το τελευταίο ποίημα που έγραψε ο Καβάφης είναι το “Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας” (1933). Πρωτοδημοσιεύθηκε στην πρώτη μεταθανάτια έκδοση του καβαφικού έργου, το 1935. Με αυτό το ποίημα ολοκληρώθηκε ο καβαφικός κανόνας, δηλαδή τα 154 αναγνωρισμένα ποιήματα του Καβάφη.

(7) Σχετικά με την έκδοση του καβαφικού Κανόνα το 1935, ο Αλ. Αργυρίου σημειώνει: “Το μείζον εκδοτικό αλλά και φιλολογικό γεγονός του 1935 υπήρξε η αλεξανδρινή έκδοση των Απάντων του Καβάφη. που επιμελήθηκε η Ρίκα Σεγκοπούλου και σχεδίασε ο Τάκης Καλμούχος” (“Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας”, Καστανιώτης, Αθήνα 2001, τόμος Α΄, σελ. 536). Πλήρη στοιχεία για την αναλυτική παρουσίαση της πρώτης έκδοσης των 154 ποιημάτων του Αλεξανδρινού περιέχονται στη μελέτη: Δημήτρης Δασκαλόπουλος, “Κ. Π. Καβάφης, Η πρώτη έκδοση των ποιημάτων του (1935)”, στο περιοδικό “Εμείς” (της Εθνικής Τράπεζας), τευχ. 16, Ιούνιος 1988, σελ. 25-40 (τώρα στο: Δημήτρης Δασκαλόπουλος, “Κ. Π. Καβάφης, Σχέδια στο περιθώριο”, Διάττων, Αθήνα 1998, σελ. 13-32).

(8) Κ. Π. Καβάφη, Ποιήματα, δεύτερη έκδοση, Ίκαρος, Αθήνα 1948. Ουσιαστικά είναι η πρώτη έκδοση των 154 ποιημάτων του Καβάφη που γίνεται προσιτή στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, αν και είχε προηγηθεί εκείνη του 1935. Για τα δεδομένα της εποχής, είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο ότι, μέσα σε μία τετραετία, τα καβαφικά ποιήματα επανατυπώθηκαν σε τρίτη στη σειρά έκδοση (1952).

(9) Κ. Π. Καβάφη, “Ποιήματα Α΄”, (1896-1918), πρώτη τυποποιημένη έκδοση, φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη, Ίκαρος, Αθήνα 1963 και Κ. Π. Καβάφη, Ποιήματα Β΄, (1919-1933), πρώτη τυποποιημένη έκδοση, φιλολογικήκ επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη, Ίκαρος, Αθήνα, 1963. Ουσιαστικά είναι η πρώτη χρηστική έκδοση ευρείας κυκλοφορίας. Μέσα από αυτήν την έκδοση, το corpus του καβαφικού Κανόνα έγινε προσιτό σε όλες τις νεότερες γενιές αναγνωστών. Οι παλαιότεροι αναγνώστες και ιδιαίτερα το ευρύ κοινό γνώριζε κυρίως τον Καβάφη, έστω και λειψά, μέσα από τα ποιήματα που περιλαμβάνονταν στην Ανθολογία Αποστολίδη. Η σημασία της πρώτης τυποποιημένης έκδοσης των Ποιημάτων του Καβάφη από τον Γ. Π. Σαββίδη, φαίνεται και από το γεγονός ότι όλοι οι νεότεροι μελετητές παραπέμπουν σ’ αυτή την έκδοση. Η πληρέστερη έκδοση αυτής της τυποποιημένης δίτομης σειράς είναι η όγδοη και όλες οι επόμενες που την ακολουθούν.

(10) Βλ., για παράδειγμα, τα ποιήματα: “Νέοι της Σιδώνος, 400 μ.Χ.”, “Ο Δαρείος”, “Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου, ποιητού εν Κομμαγηνή, 595 μ.Χ.”.

(11) Σ’ αυτή την κατηγορία ποιημάτων, εκείνο που εκφράζει με τον εντονότερο τρόπο την τραγωδία των γηρατειών είναι, τελικά, το προαναφερόμενο “Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου, ποιητού εν Κομμαγηνή, 595 μ.Χ.”, και ιδιαίτερα οι δύο στίχοι: “Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου / είναι πληγή από φριχτό μαχαίρι”.

(12) Για τη λεγόμενη ιστορική μέθοδο και την αξιοποίηση της μυθικοϊστορικής αντικειμενικής συστοιχίας από τον Καβάφη σε σχέση με τον Σεφέρη, ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να βρει ενδιαφέροντα στοιχεία στο βιβλίο: Νάσος Βαγενάς, “Ο ποιητής και ο χορευτής, Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη”, Κέδρος, Αθήνα, 1979, σελ. (κυρίως) 216-223. Παράλληλα, ο Νάσος Βαγενάς, σε πιο πρόσφατη επιφυλλίδα του (βλ. εφημ. “Tο Βήμα της Κυριακής”, 4 Μαΐου 2003) με τον τίτλο “Ένας ιδιάζων ποιητής”, αναφέρεται, με κριτήριο την ιστορική μέθοδο, στη διαφορά του Καβάφη από τους άλλους μοντερνιστές. Συγκεκριμένα, στον Καβάφη, το ιστορικό στοιχείο καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του ποιήματος. Στους άλλους όμως μοντερνιστές, που αξιοποιούν τη μυθική μέθοδο, η αναφορά στο μυθικο-ιστορικό “τότε” γίνεται με τρόπο αποσπασματικό• δεν απλώνεται δηλαδή σε όλη την έκταση του ποιήματος ή γίνεται με τρόπο υπαινικτικό.

πηγή: http://www.philognosia.gr/gr/greatpoetcavafy.html

Νάσος Βαγενάς, [απόσπασμα από το δοκίμιο «Η ειρωνική γλώσσα»]

ImageΗ γλωσσική του φύση οδήγησε τον Καβάφη σ’ ένα είδος λεκτικής ειρωνείας, που τ’ αποτελέσματά της θα ήταν δύσκολο να τα είχε προβλέψει ακόμα κι ο ίδιος. Ο τρόπος με τον οποίο ο Καβάφης συνδυάζει τη δημοτική με την καθαρεύουσα (ένας τέτοιος ειρωνικός συνδυασμός είναι από τη φύση του αποτελεσματικό μέσο ειρωνείας – και μερικοί στίχοι των Ελλήνων υπερρεαλιστών σώζονται χάρη κυρίως σ’ αυτόν) είναι η κύρια πηγή έντασης της λεκτικής ειρωνείας του και, συνεπώς, μια από τις πηγές έντασης της ειρωνικής του γλώσσας, αφού η λεκτική ειρωνεία εντείνει τη δραματική ειρωνεία. Η ένταση της τελευταίας θα πρέπει να είναι στις μέρες μας αυξημένη, γιατί η ένταση της λεκτικής ειρωνείας του Καβάφη είναι φανερό πως έχει αυξηθεί. Και αυτό έχει συμβεί γιατί έχουμε ξεπεράσει ορισμένες, φυσικές για τις αρχές του αιώνα μας, προκαταλήψεις σχετικά με τη γλώσσα της ποίησης, πράγμα για το οποίο έχει συντελέσει και η ίδια η ποιητική γλώσσα του Καβάφη.

Νάσος Βαγενάς, «Η ειρωνική γλώσσα» (στο συλλογικό τόμο Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης