Νάσος Βαγενάς, Η παγκοσμιότητα της ποίησης του Καβάφη

image288Κανένας ίσως Έλληνας ποιητής δεν υπήρξε τόσο καλός κριτικός αναγνώστης του έργου του όσο ο Καβάφης. Η φράση «ο Καβάφης είναι ποιητής του μέλλοντος», την οποία διοχέτευε εντέχνως στο ευρύτερο κοινό μέσω του στενού περιβάλλοντος των θαυμαστών του, υπαγορευόταν ­ είναι φανερό ­ λιγότερο από ματαιοδοξία και περισσότερο από την επίγνωση ότι θα ερχόταν μια εποχή που η ασύμβατη με τα ποιητικά δεδομένα του καιρού του ποίησή του θα επιβαλλόταν ως μεγάλη ποίηση, όχι μόνο μέσα στο περιορισμένο νεοελληνικό πλαίσιο. Ο Καβάφης γνώριζε ότι ο ποιητικός του λόγος, που με τόσο κόπο και με τόση τέχνη είχε διαπλάσει μέσα από την αναχώνευση ποικίλων στοιχείων των ποιητικών τεχνοτροπιών του 19ου αιώνα και της αρχαίας ελληνικής εποχής, θα γινόταν, παρά την ιδιοτυπία του, όχι μόνο δεκτός στον ποιητικό κανόνα αλλά και θα διαμόρφωνε τον κανόνα περισσότερο απ’ όσο συνήθως τον διαμορφώνει ένα έργο που έρχεται να προστεθεί σ’ αυτόν. Αυτά σκέφτεται κανείς όταν παρατηρεί το μέγεθος της διεθνούς απήχησης του Καβάφη σήμερα. Βιβλία για την ποίησή του τυπώνονται σε διάφορες γλώσσες· διεθνή συνέδρια διοργανώνονται σε διάφορες χώρες· μελέτες με τίτλους όπως «Ωντεν και Καβάφης», «Ουνγκαρέττι και Καβάφης», «Πλάτεν και Καβάφης» δημοσιεύονται σε διεθνή περιοδικά· τα ποιήματά του παρέχουν το θεματικό υλικό σε έργα μειζόνων ζωγράφων και μουσουργών· διδάσκονται σε τμήματα όχι μόνο νεοελληνικών σπουδών αλλά και συγκριτικής φιλολογίας των ξένων πανεπιστημίων.

Η σημερινή απήχηση της καβαφικής ποίησης τόσο στους Έλληνες όσο και στους ξένους αναγνώστες της, αποκτά τις διαστάσεις φαινομένου, όταν σκεφτούμε ότι ο Καβάφης, που είναι ένας χρονικά παλαιός ποιητής, δεν διαβάζεται ως ένας ποιητής που είχε ξεχαστεί και που ανακαλύπτεται εκ νέου. Ως προς τους Έλληνες, η μελέτη της αναγνωστικής του τύχης δείχνει ότι ­ διαφορετικά από εκείνη του νεότερού του Σικελιανού, ο οποίος, έπειτα από μια περίοδο αναγνωστικής παραμέλησης, φαίνεται να επανεκτιμάται, και δικαίως, σήμερα, όμως ως παλαιός ποιητής ­ η γοητεία της ποίησης του Καβάφη, από την εποχή του θανάτου του (1933) έως σήμερα, παρουσιάζει μιαν ανοδική πορεία, και ότι ο Καβάφης διαβάζεται και σήμερα ­ για την ακρίβεια, σήμερα διαβάζεται περισσότερο ­ με την αμεσότητα με την οποία διαβάζεται ένας σημερινός ποιητής. Το ίδιο θα λέγαμε και για την απήχησή του στους ξένους αναγνώστες, η οποία στο επίπεδο του ευρύτερου κοινού γίνεται αισθητή από τη δεκαετία του 1960 και εξής. Ο ποιητής που γράφει τα ποιήματά του στο τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα διαβάζεται ως ποιητής ­ και μάλιστα χαρακτηριστικός ­ του τέλους του 20ού αιώνα.

Ενα από τα στοιχεία που το αποδεικνύουν αυτό, από τα πλέον δηλωτικά του φαινομένου το οποίο προσπαθώ να περιγράψω, μας το παρέχει η μελέτη της παρωδίας της καβαφικής ποίησης. Η διασκεδαστική και εξαίρετα σχολιασμένη συναγωγή που εξέδωσε πέρυσι ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος με τον τίτλο Παρωδίες καβαφικών ποιημάτων (εκδόσεις Πατάκη) αποτελείται από 170 ελληνικές (γιατί υπάρχουν και ξενόγλωσσες) παρωδίες που εμφανίστηκαν σε χρονικό διάστημα ογδόντα ετών (1917-1997). Ο αριθμός, όπως δηλώνει ο επιμελητής της έκδοσης, είναι χαρακτηριστικός, όχι εξαντλητικός. Ο Δασκαλόπουλος παρατηρεί ότι το πλήθος των παρωδιών της καβαφικής ποίησης αποτελεί «ένα πολύ ενδιαφέρον και αδιερεύνητο κεφάλαιο της καβαφικής φιλολογίας, παρόμοιο του οποίου δεν θα συναντήσουμε να υπάρχει, σε τόσην έκταση και διάρκεια, γύρω από το έργο κανενός άλλου νεοέλληνα λογοτέχνη». Και πράγματι, η διάρκεια της διάθεσης για παρώδηση του καβαφικού ποιητικού τρόπου είναι κάτι περισσότερο από αξιοσημείωτη, αν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι η παρωδιακή διάθεση, όπως το δείχνει η μελέτη της παρωδίας, είναι περισσότερο ισχυρή την εποχή που εμφανίζονται τα παρωδούμενα έργα. Αλλά δεν είναι μόνο η διάρκεια. Είναι και το γεγονός ότι στο βιβλίο του Δασκαλόπουλου ο αριθμός των παρωδιών με το πέρασμα του χρόνου αντί να μειώνεται, όπως θα ήταν φυσικό, αυξάνεται, πράγμα που ασφαλώς συμβαίνει και με τον πραγματικό αριθμό των καβαφικών παρωδιών: ενώ για τα πρώτα πενήντα χρόνια από την εμφάνιση της πρώτης παρωδίας καβαφικού ποιήματος (1917-1966) το βιβλίο περιέχει 73 παρωδίες, από το 1970 ως το 1997, δηλαδή για ένα διάστημα 27 ετών, οι παρωδίες είναι 97.

Ο Δασκαλόπουλος διευκρινίζει ότι συγκροτεί τη συναγωγή του με παρωδίες κατά τον συνήθη ορισμό της παρωδίας ως κωμικής μίμησης ενός έργου, και όχι με την ευρύτερη έννοια του όρου, που περιλαμβάνει και την υπέρβαση της κωμικής μίμησης και προσδιορίζεται ως επανάληψη με διαφορά: όχι μόνο περιπαικτική και ευτράπελη αλλά και ομόλογη και εμπλουτιστική· που περιλαμβάνει δηλαδή και έργα τα οποία χαρακτηρίζονται με τη φράση a la maniere de ­. Για τα ποιήματα αυτά, τα γραμμένα «με τον τρόπο του Καβάφη», αλλά και για τα ποιήματα με θέμα τον ίδιο τον Καβάφη, ο Δασκαλόπουλος ετοιμάζει μια δεύτερη συναγωγή, η οποία πιστεύω πως θα δείξει ότι η απήχηση της καβαφικής ποίησης στους Έλληνες ποιητές, από την εποχή του θανάτου του Καβάφη ως σήμερα, ακολουθεί και αυτή μιαν αύξουσα πορεία.

Λέω «στους Έλληνες ποιητές», γιατί η τύχη του καβαφικού έργου στο εξωτερικό είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο της καβαφικής φιλολογίας, το οποίο μόλις τον τελευταίο καιρό έχει αρχίσει να ερευνάται συστηματικότερα. Δεν αναφέρομαι τόσο στην υποδοχή του Καβάφη από το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, κύριο τεκμήριο της οποίας είναι οι αθρόες για τα εμπορικά δεδομένα της ποίησης πωλήσεις των καβαφικών μεταφράσεων. Εννοώ κυρίως την απήχηση του Καβάφη στους ξενόγλωσσους ομοτέχνους του, η οποία είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Αυτό δείχνουν τα πορίσματα ενός ερευνητικού προγράμματος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας, ο σκοπός του οποίου ήταν να καταγράψει την «παρουσία» του Καβάφη στο έργο ξένων ποιητών: να συγκεντρώσει ποιήματα που έχουν γραφεί κατά μίμηση, κατ’ επίδραση, σε συνομιλία με την ποίηση του Καβάφη, ή που έχουν ως θέμα τον ίδιο τον Καβάφη. Παρ’ ότι η έρευνα περιορίστηκε σε είκοσι μόνο χώρες, επιβεβαίωσε αυτό που είπαμε στην αρχή: ότι ο Καβάφης διαβάζεται σήμερα, ακόμη και μέσα από μετάφραση, ως ένας σημερινός ποιητής. Επιβεβαίωσε, ακόμη, ότι ο Καβάφης έχει αποκτήσει το κύρος και την αίγλη ενός παγκόσμιου ποιητή. Έδειξε, τέλος, ότι η γοητεία της καβαφικής ποίησης έχει προκαλέσει τη δημιουργία ενός πλήθους ξένων ποιημάτων, τα οποία λόγω της σχέσης τους με το καβαφικό έργο, αλλά και της συγκινησιακής έντασης αυτής της σχέσης, αποτελούν (μαζί με τα αντίστοιχα ελληνικά) μιαν ιδιότυπη κατηγορία ποιημάτων, τα οποία θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «καβαφογενή». Για τα ποιήματα αυτά θα μιλήσουμε στην επόμενη επιφυλλίδα μας.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.

πηγή: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=112608

Βασίλης Λαμπρόπουλος, Πώς ο Καβάφης έγινε από συγγραφέας πεδίο

ImageΤο 2013 γιορτάστηκε σε όλο τον κόσμο το Έτος Καβάφη. Ο εορτασμός ήταν ο πλουσιότερος που έχει τιμήσει ποτέ τον συγγραφέα. Κάλυψε πολλές χώρες και γλώσσες, και περιλάμβανε τα πάντα, από ένθετα και συναυλίες μέχρι παραστάσεις κι εγκαταστάσεις. Όλες οι τέχνες, πάμπολλα πολυμέσα και πολλές επιστήμες τίμησαν την επέτειο.

Όμως ο περσινός εορτασμός δεν ήταν μόνο ποσοτικά εντυπωσιακός. Ήταν και ποιοτικά πρωτοφανής. Σε προηγούμενους Καβαφικούς εορτασμούς η συγκομιδή ήταν κυρίως φιλολογική. Γίνονταν πρώτες δημοσιεύσεις, αποκαλύπτονταν πλευρές της ζωής του, προτείνονταν νέες αναλύσεις των ποιημάτων. Το 2013 δεν έγινε τίποτε από αυτά. Για να το πούμε χονδροειδώς, δεν μάθαμε σχεδόν τίποτε καινούργιο για τον Καβάφη – τον άνθρωπο, το έργο, την εποχή. Τότε, τι αφορούσαν οι εκδηλώσεις που γίνονταν κάθε μέρα ανά τον κόσμο;

Το συναρπαστικό γεγονός είναι πως εδώ και χρόνια ο Καβάφης έπαψε να είναι Συγγραφέας κι έγινε πεδίο. Ο άνθρωπος και τα γραφτά του ξεπεράστηκαν. Φυσικά, πάντα θα μαθαίνουμε κάτι καινούργιο για τη ζωή, τα χειρόγραφα και την εποχή του. Αλλά η σημαντική αλλαγή στην πρόσληψή του, που έγινε σαφέστατη στον εορτασμό του 2013, είναι πως «Καβάφης» ονομάζεται πλέον ένα πεδίο πολιτιστικής δράσης που φτάνει από το θέατρο στη ζωγραφική, από το χορό στο σχολείο κι από τη συναυλία στη δημοσιογραφία. Δεν είναι κάποιος που επιδιώκουμε να αναλύσουμε, είναι κάτι που θέλουμε να επεξεργαστούμε και να χρησιμοποιήσουμε.

Για να κάνουμε μια βέβηλη σύγκριση, θυμηθείτε τον Σαίξπηρ. Πάντα κάποιοι σχολιαστές θα αναρωτιούνται (και καλά θα κάνουν) ποιός ήταν, τι έκανε κι αν όντως έγραψε όσα έργα φέρουν το όνομά του, αλλά αυτό έχει περιθωριακή σημασία. Τώρα πια δεν υπάρχει Σαίξπηρ, υπάρχει ένα τεράστιο πεδίο «Σαίξπηρ», όπου τέχνες, ιδέες, αξίες, ανθολογίες, επιστήμες και εταιρίες αλληλο-επιδρούν.

Πέρσι λοιπόν φάνηκε καθαρά πως δεν υπάρχει Καβάφης αλλά ένα παγκόσμιο και διαρκώς διευρυνόμενο πεδίο. Ο Καβάφης έχει γίνει ντίβα, απόθεμα, κεφάλαιο, προϊόν, μάρκα, brand, copyright. Ο «Καβάφης» δεν πουλιέται, πουλάει. Παράγεται, καταναλώνεται, επιτελείται, συντελείται. Τον κατεβάσαμε από το βάθρο και τον κάναμε χώρο διαθέσιμο σε οικειοποίηση, αποδόμηση, συναρμολόγηση. Η καινούργια πραγματικότητα του Καβαφικού έργου είναι το γεγονός ότι υπεύθυνοι δημιουργοί (αλλά και αγράμματοι και τσαρλατάνοι) από πάμπολλους χώρους/κλάδους διαλέγονται με αυτό επιλεκτικά και απρόβλεπτα (και συχνά θρασύτατα). Αυτό είναι αναμενόμενο, αφού είμαστε όλοι μετα-μοντέρνοι, ακόμα και όσοι επιμένουν πως είναι μοντέρνοι, ελληνορθόδοξοι, ετερόφυλοι, εκσυγχρονιστές ή αριστεροί.

Όταν το 2000 δώσαμε το όνομα του Καβάφη στη Νεοελληνική Έδρα του Μίσιγκαν, διαβλέψαμε πως τα Καβαφικά πράγματα άλλαζαν τροχιά. Έτσι, αντί να αρχίσουμε να συλλέγουμε σπάνιο υλικό, αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε καταστάσεις και περιβάλλοντα που θα έβαζαν τον συγγραφέα σε ένα ευρύ πολιτιστικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, δώδεκα ολόκληρα χρόνια πριν το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης συνδυάσει Καβαφικά ποιήματα και αρχαία αντικείμενα στην τρέχουσα έκθεσή του, το 2001 η Έδρα Καβάφη έκανε μιαν απολύτως παρόμοια έκθεση στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Μίσιγκαν, σε συνεργασία με το Αρχείο Καβάφη/Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού, το Ίδρυμα Ωνάση και το Ε.Λ.Ι.Α., και εξέδωσε έναν μοναδικό εικονογραφημένο κατάλογο όλων των εκθεμάτων. Το 2005 αρχίσαμε την ιστοσελίδα «C.P. Cavafy Forum», όπου αναρτούμε τακτικά πρωτότυπες, αδημοσίευτες εργασίες. Και το 2011, δυο χρόνια πριν το Έτος Καβάφη, συνεργαστήκαμε με το θυγατρικό του Ωνασείου στη Νέα Υόρκη και δημιουργήσαμε ένα ρεσιτάλ Καβαφικών τραγουδιών, από 18 συνθέτες σε πέντε γλώσσες, το οποίο έχει δοθεί δώδεκα φορές στην Ευρώπη και στη Βόρεια και Νότια Αμερική. Για την Έδρα Καβάφη του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, ο «Καβάφης» είναι ένα πεδίο μουσειακό, διαδικτυακό, μουσικό, διδακτικό και πολλά άλλα.

Η χρονιά που μόλις πέρασε έδειξε, με τις άπειρες ανά τον κόσμο εκδηλώσεις της, πως ο «Καβάφης» γίνεται όλο και περισσότερο διαθέσιμος, ως χώρος πολιτισμικής, επιστημονικής, ιδεολογικής, καλλιτεχνικής δράσης. Ανήκει σε όλους και σε κανέναν. Αυτό δεν έχει συμβεί με κανέναν άλλο Έλληνα συγγραφέα. Ούτε ο Σολωμός ούτε ο Καζαντζάκης ούτε ο Σεφέρης ούτε κανείς άλλος έγιναν συνονθύλευμα, σύμφυρμα, συμπίλημα. Μόνο ο Καβάφης διαχύθηκε παντού. Αυτό δεν σημαίνει βεβαίως πως το κατάφερε ο ίδιος. Κάθε άλλο. Το καταφέραμε εμείς, τα ζωηρά παιδιά της Σιδώνος που, όταν ακούμε Καβαφικούς στίχους να τονίζονται υπέρ το δέον, πεταγόμαστε και τα βάζουμε με τον ίδιο τον ποιητή. Όλοι εμείς που περισσότερο Καβαφίζουμε παρά Καβαφολογούμε. Το καταφέραμε εσείς που με διαβάζετε, ο Παντελής Πολυχρονίδης, εγώ και άλλοι πολλοί.

Ταυτόχρονα αξίζει να συζητηθεί ένα περίεργο φαινόμενο, που ο φετινός πανηγυρικός εορτασμός δεν επηρέασε καθόλου. Από τη μια μεριά, ο Καβάφης έχει μια μείζονα παγκόσμια παρουσία, μεταξύ συγγραφέων, καλλιτεχνών και μέσων μαζικής ενημέρωσης. Από την άλλη, έχει μια ασήμαντη παγκόσμια παρουσία, μεταξύ επιστημόνων που ασχολούνται με τα καίρια θέματα που έθεσε. Εδώ και δεκαετίες ο Καβάφης απουσιάζει από τη μη ελληνόγλωσση επιστημονική βιβλιογραφία. Το παγκόσμιο ερευνητικό ενδιαφέρον για το έργο του παραμένει περιθωριακό. Ακόμα και η επιστημονική συγκομιδή τού περσινού εορταστικού έτους ήταν πολύ περιορισμένη.

Αυτό είναι ένα ανησυχητικό θέμα, που κανείς Καβαφολόγος δεν τόλμησε ποτέ να συζητήσει. Ο Καβάφης συνιστά ένα ευρύτατο πολιτιστικό πεδίο, αλλά δυστυχώς χωρίς επιστημονικό βάθος, κι αυτό είναι προβληματικό. Τι αποθαρρύνει επιφανείς καθηγητές να ασχοληθούν με τον συγγραφέα; Γιατί μόνον ελάχιστοι ξένοι ερευνητές ενδιαφέρονται για το έργο του; Γιατί το Αρχείο Καβάφη προσελκύει μόνο Αθηναϊκά λεωφορεία και όχι παγκόσμια πανεπιστήμια; Το πνευματικό τίμημα της εκλαΐκευσης είναι υψηλό, και κάποτε ανεπανόρθωτο.

Πάντως, αναμφίβολα, έχουμε να κάνουμε με μια καινούργια κατάσταση. Ο Καβάφης έχει γίνει συγγραφέας του 21ου αιώνα, ακριβώς επειδή δεν είναι πανανθρώπινος. Ας είμαστε ειλικρινείς, οι λεγόμενοι πανανθρώπινοι δημιουργοί μάς τελείωσαν την δεκαετία του 1930. Ήδη πριν τον δεύτερο πόλεμο, κάθε τι πανανθρώπινο είχε χρεοκοπήσει. Ο Καβάφης είναι οικουμενικός, κι είναι οικουμενικός επειδή είναι απαράμιλλα επιτόπιος. Ο νέος της Σιδώνος και ο νέος της παραλίας δεν θα πεταγόταν και δεν θα γδυνόταν πουθενά αλλού, παρά μόνο σε εκείνο το μοναδικό μέρος. Κι αυτό είναι μια βασική διάσταση του μεταμοντέρνου «εξαίφνης» που λέει – αυτή τη στιγμή δεν θα ήθελα να ήμουν πουθενά αλλού παρά μόνο εδώ μαζί σου. Αυτό το «εξαίφνης» σού αποκαλύπτεται χωρίς να αποκαλύπτει τίποτε, επειδή δεν υπάρχει τίποτε να αποκαλύψει. Δεν υπάρχει κάτι πέραν, μόνο η επιτόπια έκρηξη του απόλυτου παρόντος.

Αυτό δεν σημαίνει πως ο καθένας μας παράγει τον Καβάφη που του αρέσει. Κάθε άλλο. Όλοι λειτουργούμε μέσα σε κώδικες και σε κανόνες. Έχω διαβάσει, έχω δει, έχω ακούσει πολλές Καβαφίζουσες δημιουργίες που θεώρησα απαράδεκτες και με εξόργισαν. Αλλά δεν ξεχνώ πως τα κριτήριά μου δεν έχουν να κάνουν με το ποιός ήταν ο Καβάφης ή τι λένε τα γραφτά του. Αναφέρονται σε προσωπικά μου τελείως άσχετα συμφραζόμενα, όπως ο Άλφρεντ Μπρέντελ, o Βλαντιμίρ Λένσκυ, ο Νικόλαος Κάλας, οι Joy Division, ο Ανδρέας Μυλωνάς, ο Πάουντ, ο Μάλερ, ο Γρηγόρης Τζουσδάνης, το «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι», ο Φουκώ, ο Ντον Κάρλο του Βέρντι και υπεράνω όλων η Άρτεμις Λεοντή.

Φυσικά και έχω φανατικές απόψεις για το ποιά Καβαφική ερμηνεία αξίζει και ποιά είναι για πέταμα, και την εκφράζω με πεποίθηση στον καθένα, όμως ξέρω καλά πως αυτές οι απόψεις μου δεν βασίζονται ούτε στον «Καβάφη» ούτε στον εαυτό μου. Βασίζονται στο υποκείμενο «Βασίλης Λαμπρόπουλος», το οποίο είναι κατασκεύασμα διαφόρων λόγων εξουσίας, βίας, έρωτα, εξέγερσης, ταυτότητας, φιλίας, επιστήμης. Εγώ φτιάχνω τον «Καβάφη» μου, όπως άλλοι φτιάχνουν τον «Λαμπρόπουλό» τους, που με τη σειρά του φτιάχνει έναν άλλο «Καβάφη».

Τελειώνω, τονίζοντας πως αυτό το άρθρο δεν προτείνει απολύτως τίποτε καινούργιο. Δεν πρωτοτυπεί. Απλώς περιγράφει κάτι που έχει ήδη συμβεί. Κάνει έναν απολογισμό του Έτους Καβάφη, συνοψίζοντας κάποιες μείζονες τάσεις της καινούργιας προσέγγισης στον ποιητή. Ο εορτασμός του 2013 έδειξε πως ο Καβάφης του 21ου αιώνα γίνεται όλο και περισσότερο πεδίο και πολύ λιγότερο Συγγραφέας. Το κέρδος είναι πως τώρα δεν ανήκει σε κανέναν. Το διακύβευμα είναι πως τον διεκδικούν όλοι. Φροντίσετε λοιπόν κι εσείς να τον διεκδικήσετε για λογαριασμό σας. Μην αφήσετε να τον κάνουν έργο, φύλο, αριστούργημα, έθνος, σύμβολο, δίδαγμα, πρόσωπο, Αρχείο.

*Ο Βασίλης Λαμπρόπουλος κατέχει την Νεοελληνική Έδρα Κ.Π. Καβάφη στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, όπου διδάσκει στα Τμήματα Κλασικής και Συγκριτικής Φιλολογίας

Πηγή: http://www.avgi.gr/article/1611971/pos-o-kabafis-egine-apo-suggrafeas-pedio